H επιστολή κοινοβουλευτικού άνδρα, αναμόχλευσε σκέψεις που είχα διατυπώσει ξανά, παρατηρώντας ότι η «πάλη των γραμμών» για τον ιδεολογικό-πολιτικό προσανατολισμό μιας –της όποιας- πολιτικής δύναμης με πρόταση εξουσίας, έχει ενδιαφέρον σε εποχές ειρήνης. Όμως, εδώ και τώρα, έχομε πόλεμο. Έναν ακήρυχτο πόλεμο από μια υπερεθνική συμμορία και τους ντόπιους συνεργάτες τους, κατά της ελληνικής κοινωνίας.
Τώρα έχομε πόλεμο λοιπόν, τώρα η Ελλάδα κινδυνεύει από την μπότα του καταχτητή κι όλοι πρέπει να ομονοήσομε και να κατανοήσομε ότι το μοίρασμα του συλλογικού πολιτικού μας γίγνεσθαι, δεν γίνεται ετούτες τις ώρες με εκείνη την καθαρή, κάθετη γραμμή που κάποτε χώριζε τον μικρόκοσμό μας στα δεξιά και τα αριστερά μας.
Πρώτα όμως να καταλάβουμε ποιος είναι ο εχθρός, τώρα, την ώρα που τα κατασχετήρια βγαίνουν σιγά-σιγά από τα κιτάπια των ταϊσμένων μέχρι σκασμού, αλλά παρόλα αυτά χρεωκοπημένων τραπεζιτών για να τυλιχθούν σε περίτεχνα χρηματοοικονομικά εργαλεία.
Πρώτα όμως να καταλάβουμε ποιος είναι ο εχθρός, τώρα, που κλείνουν σχολεία, πανεπιστήμια, νοσοκομεία, προνοιακές δομές, για να εξυπηρετηθεί ένα χρέος ύποπτο γιατί δεν έχει ελεγχθεί κι ειδεχθές γιατί δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί.
Πρώτα όμως να καταλάβουμε ποιος είναι ο εχθρός, τώρα, που οι «διαπραγματευτές» της κυβέρνησης των Ολετήρων συνομολογούν περισσότερα μέτρα ειδεχθή, στην ίδια την έωλη και την ανεφάρμοστη λογική μέτρα, τώρα, που ίσως το κούρεμα των ιδιωτικών καταθέσεων να μη βρίσκεται πολύ μακριά: μετά τον σφαγιασμό των τιτλούχων ομολογιών του Ελληνικού Δημοσίου, γιατί να μην έχει σειρά κι η υπόλοιπη μαρίδα?
Πρέπει, λοιπόν να καταλάβουμε ποιος είναι ο εχθρός, τώρα, γιατί πιο μετά μπορεί να είναι αργά.
Αν θέλομε να επιμείνομε να διαχωρίζομε τη πολιτική βάση της χρεοκοπημένης δημοκρατίας μας με γεωμετρικούς όρους, σε πείσμα της θεωρίας των δύο άκρων, απ’ όπου κι αν αυτή εκπορεύεται, πρέπει να χαράξομε μια τεθλασμένη γραμμή για να χωριστούν εκείνοι που έχουν επίγνωση του χάους με το οποίο πρέπει να αναμετρηθεί η επόμενη ελληνική κυβέρνηση, από τους άλλους που με σημαίες και με ταμπούρλα, ορμή και νεανικό ενθουσιασμό ξεκινούν χωρίς χαραγμένη την πορεία τους, για το «ραντεβού στα γουναράδικα». Σε καιρούς χαλεπούς, οι άνθρωποι, σαν να ήταν αλεπούδες, μπορεί να καταλήγουν στα γουναράδικά, οι λαοί όμως ποτέ! Οι λαοί ζητάνε χαραγμένη πορεία. Πορεία και σχέδιο για να το ακολουθήσουν: αυτό περιμένουν οι πολλοί, ακόμα και τούτη την ώρα που πέφτουν οι οβίδες του ιδιότυπου πολέμου κατά της κοινωνικής προόδου στα κεφάλια τους!
Ας αφήσουμε λοιπόν κατά μέρος τους διαχωρισμούς μεταξύ αριστερών και δεξιών, δεν είναι η ώρα η καταλληλότερη τώρα. Δεν είναι η ώρα, γιατί πριν αρχίσομε να μαλώνουμε για τον τρόπο διανομής του πλούτου στην καθημαγμένη μας κοινωνία, θα πρέπει πρώτα να τον παράξομε πάλι, αυτόν τον πλούτο.
Άλλοι ψηφίζουν δεξιά, άλλοι ψηφίζουν αριστερά και είναι όλοι τους, χρήσιμοι, έντιμοι βιοπαλαιστές, ίσως μοναχικοί καλλιτέχνες ή οικογενειάρχες, ταβερνιάρηδες και δημόσιοι υπάλληλοι, άνθρωποι της διπλανής πόρτας.
Άλλοι, πάλι, ψηφίζουν δεξιά κι άλλοι ψηφίζουν αριστερά και είναι όλοι τους άχρηστα τομάρια, μαυραγορίτεςκαι αγιογδύτες, άνθρωποι της διπλανής πόρτας, ζουν ανάμεσά μας κι αυτοί.
Τους ξέρουμε καλά όλους αυτούς, τους καλούς, τους κακούς και τους άσχημους, τους ικανούς και τους ανίκανους, ο καθένας μας, στις μικρές μας κοινωνίες και στις γειτονιές μας και στις συνελεύσεις των συνδικαλιστικών μας οργάνων και με αυτούς τους όρους πρέπει να αναζητηθεί ο σημερινός ορισμός για τους «γερμανοτσολιάδες», όταν αποφασίσομε να αφήσομε κατά μέρος τους μίσθαρνους αυγουλοκέφαλους τραμπούκους του συστήματος. Θα επαναλάβω μονότονα ότι, το τραγικότερο συμπέρασμα, δεν είναι ότι οι “γερμανοτσολιάδες” έχουν σήμερα πολιτικούς απογόνους, αλλά ότι είχαν φυσικούς απογόνους. Είναι αυτοί οι φυσικοί απόγονοι ανάμεσα στους υπόλοιπους ανέντιμους που κυβέρνησαν και συνεχίζουν να κυβερνούν την Ελλάδα. Με την ψήφο μας.
Να ποιος είναι, λοιπόν, ο μεγαλύτερός μας εχθρός: ο κακός μας εαυτός! Γιατί ας μην ξεχνάμε, εμείς τους ψηφίζουμε όλους αυτούς, όλα αυτά τα χρόνια, και δεν είμαστε δα και τόσο βλάκες, να μην καταλαβαίνομε∙ κανείς μέτοχος του μεταπολιτευτικού πολιτικού μας συστήματος δεν είναι αμέτοχος του γεγονότος ότι το καράβι τσακίστηκε στα βράχια.
Δεν μπορούν να εξομοιώνονται, βέβαια, οι ευθύνες του καπετάνιου που χάραξε την πορεία του σκάφους με αυτήν του δόκιμου, που με την ψήφο μας στείλαμε στη γέφυρα για να ελέγχει την πορεία του πλοίου και τον πήρε ο ύπνος. Όμως κι αν οι κατηγορίες κατά του δόκιμου είναι πολύ ελαφρότερες, ούτε κι αυτός είναι άμοιρος ευθυνών.
Όσοι θέλουμε να θεωρούμε τους εαυτούς μας σκεπτόμενους, αδιαφορούμε αν αυτός που παριστάνει τον πρωθυπουργό χρησιμοποίησε τη λέξη «Ελλάδα» 74 φορές στον δεκάρικο λόγο που του έγραψαν οι κονδυλοφόροι του. Αδιαφορούμε και για αυτούς που κάνουν τον άσκοπο κόπο να μετράνε τις φορές.
Εμείς ενδιαφερόμαστε και χρειαζόμαστε τον «Κανέναν»∙ εκείνον που θα μας αποδείξει ότι αυτός αγαπάει την Ελλάδα 74 φορές περισσότερο από τον σαχλό που παριστάνει τον πρωθυπουργό κι ότι έχει ένα ρεαλιστικό σχέδιο για να ξεφύγουμε από τα χέρια με τα γαμψά νύχια που υπογράφουν ετούτες τις ώρες για λογαριασμό μας, χωρίς να μας ρωτήσουν, τον κοινωνικό αφανισμό των πιο αδύνατων από μας, εξυπηρετώντας ένα ειδεχθές χρέος και υπηρετώντας άνομα συμφέροντα.
Κι όσο επιμένουμε να θεωρούμε ότι μέσα από αυτό το πολιτικό σύστημα, έτσι όπως είναι διαπλεγμένο, από αυτόν τον εσμό αχρησίμευτων, μπορεί να ξεπηδήσει μια ελπιδοφόρα, κοινωνικά δίκαιη και βιώσιμη πρόταση εξουσίας, τόσο θα χάνουμε χρόνο, πολύτιμο χρόνο, μέχρι να καταλάβουμε ότι αν δε σπρώξουμε όλοι μαζί το κάρο, η Θεά δεν πρόκειται να βάλει το χέρι της, το λέει κι ο παππούς Αίσωπος.
Υ.Γ. Θέλω να σου πω «σύντροφε» βουλευτή, ότι κανείς δε νοιάζεται υπέρμετρα (sic) για την πατρίδα. Όλοι νοιαζόμαστε για την πατρίδα, ο καθένας μας με τον δικό του τρόπο και δεν υπάρχει μέτρο να το μετρήσει κανείς αυτό. Κάποιοι από εμάς τους ίδιους, στους καιρούς της ευμάρειας, μπορεί ακόμα και να την καίγαμε την ελληνική σημαία, αλλά αυτό το κάναμε για να στηλιτεύουμε το κράτος τους –όχι για να προσβάλλουμε ή να αρνηθούμε τον τόπο που μας γέννησε, απ' όπου κι αν κρατάει η φύτρα μας, απ’ το Καστελόριζο μέχρι την Καστοριά και τη Φλώρινα. Μπορεί κάποιοι από εμάς να αρνιόμασταν να υπηρετήσομε στο στρατό τους, επειδή όμως ποτέ δεν αγαπούσαμε τους στρατούς τους, όχι γιατί δεν αγαπάμε τα πατρογονικά μας. Τέλος πάντων, φίλε μου, δεν ξέρω αν είναι γραμμένα πουθενά αυτά∙ αυτά τα καταλαβαίνει κανείς ωριμάζοντας...
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.