Georges Contogeorgis, Histoire de la Grèce, Éditions Hatier,Παρίσι, 1992, σελ. 432-437
“….το ΠΑΣΟΚ θα επιδιώξει να καλύψει το έδαφος που προσιδιάζει σε ένα ριζοσπαστικό σοσιαλιστικό πρόταγμα. Αρχικά, θα εξαγγείλει ένα σημαντικό πακέτο κρατικοποιήσεων και “κοινωνικοποιήσεων”, μια εξωτερική πολιτική άκαμπτη και συχνά ακραία, συγχρόνως δε την πλήρη διάρρηξη των δεσμών της χώρας με τη “Δύση”, το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Η πολιτική αυτή τακτική οδηγούσε προφανώς στο άνοιγμα μιας μεγάλης βεντάλιας μεταξύ “δεξιάς” και “αριστεράς”, που εμφανιζόταν ως προϋπόθεση για μια σταθερή οριοθέτηση του δικού του ζωτικού πολιτικού χώρου. Γι’αυτό άλλωστε το περιεχόμενο του προτάγματός του περιλάμβανε πολυποίκιλες προσδοκίες και απευθυνόταν σε ένα ευρύτατο φάσμα του κοινωνικού σώματος: στο νεφέλωμα των μη προνομιούχων αφενός, στις τραυματικές δοκιμασίες του ιστορικού βίου μιας μεγάλης μερίδας της κοινωνίας, από το κέντρο και την άκρα αριστερά, και στα απωθημένα εθνικά αντανακλαστικά της ελληνικής κοινωνίας, αφετέρου.
Έτσι, ενώ το ΠΑΣΟΚ εστίαζε το ενδιαφέρον του στα μεσαία και στα εργατικά κοινωνικά στρώματα, στο κοινωνικό πεδίο απευθυνόταν επίσης στις ιστορικές γενιές που ανάγονταν στον εμφύλιο και στο πολιτικά κατασταλτικό κράτος που ακολούθησε. Στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής τέλος, η απόρριψη συνολικά της Δύσης σε καμία περίπτωση δεν υποδήλωνε τη δέσμευσή του σε μια “τριτοκοσμική” επιλογή. Υπαγορευόταν πρωταρχικά από την βούλησή του να επωφεληθεί από το αντιδυτικό σύνδρομο που εγκαταστάθηκε στους Έλληνες από την εποχή της Άλωσης και συντηρήθηκε έκτοτε από θιασώτες της εκκλησίας. Επρόκειτο για ένα σύνδρομο που τα ελληνοτουρκικά, το κυπριακό και το υφέρπον συναίσθημα ενός εθνικού τραύματος του ελληνισμού, έκανε εφικτή την ύφανσή του. Επομένως, το σύνδρομο αυτό, όπως προσδιορίσθηκε από το ΠΑΣΟΚ, αντιβαίνει πλήρως την ίδια την φύση του ελληνικού κόσμου: είδαμε ήδη ότι η σύγκρουση του Βυζαντίου με τη Δύση, συμπύκνωνε την αντιπαράθεση του κόσμου της οικουμενικής νομισματικής οικονομίας, που αντιπροσώπευσε ο ελληνικός κόσμος, με εκείνον της δυτικής Ευρώπης, που κινητοποιούσε ευρέως ο συνδυασμός της λεηλατικής κινητικότητας που ανέδυε η σύνθεση της αναδυόμενης εκεί ανθρωποκεντρικής δυναμικής με την απερχόμενη φεουδαλική κοινωνία. Ο προσανατολισμός που υπονοούσε το αντι-δυτικό διάβημα του ΠΑΣΟΚ, ήταν οφθαλμοφανώς αντίθετο με τη νομισματική οικονομία -που διακινούσε ιστορικά η ελληνική αστική τάξη- και τις πολιτικές, πολιτισμικές και οικουμενικές της παραμέτρους. Διαπιστώνουμε λοιπόν μια αντίθεση μεταξύ του σοσιαλιστικού προτάγματος, που διακινούσε το ΠΑΣΟΚ, και της στήριξης που αντλούσε από τα παλαιά αντι-δυτικά συναισθήματα της (συγκαιρικής) ορθοδοξίας.
Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία το 1981, επιβεβαιώνει την εδραία θεμελίωση του πολιτικού συστήματος. Συγχρόνως, ανοίγει μία νέα περίοδος προσαρμογής της πολιτείας, με την οικοδόμηση ενός “συντεχνιακού” συστήματος, σε όλα τα επίπεδα του υπό ευρεία έννοια δημοσίου χώρου. Πρόκειται, ουσιαστικά, για έναν κομματικό “συντεχνιασμό”, με πρόσημο την ενσωμάτωση των ομάδων συμφερόντων/διαμεσολάβησης στα διάφορα επίπεδα της εξουσίας, έτσι ώστε να διασφαλίζεται ο έλεγχος των θεσμών του κράτους από το κόμμα και, περαιτέρω, η αναπαραγωγή και η κοινωνικο-πολιτική διείσδυση των στελεχών του. Η λύση αυτή κατέληξε πράγματι στην αναδιανομή του δημόσιου αγαθού όχι προς όφελος του κοινωνικού σώματος, αλλά στην από κοινού νομή του κοινωνικού αγαθού από το κόμμα και από τους νέους συγκατανευσιφάγους εταίρους του, με το μέσον της εξουσίας. Εάν, βραχυπρόθεσμα, η πολιτική αυτή οδηγούσε στην κοινωνική και πολιτική ενσωμάτωση ενός ευρέως κοινωνικού φάσματος, μακροπρόθεσμα έμελλε να επιταχύνει την κοινωνική πίεση και την αμφισβήτηση του συνόλου του συστήματος εξουσίας, πράγμα που θα απολήξει στη σύγκρουση της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ με το δημιούργημά της.
Η δεύτερη κυβερνητική θητεία του ΠΑΣΟΚ (1985-1989) σημαδεύθηκε από αυτή τη διπλή σύγκρουση. Επιχειρεί να ανακτήσει το κράτος, με την εξουδετέρωση των πρώην, συνοδοιπόρων, “συντεχνιαρχών”, στην εξουσία. Την ίδια στιγμή, υπερασπίζεται την εξουσιαστική αυτονομία της πολιτικής τάξης απέναντι στην κοινωνική αμφισβήτηση. Η διπλή αυτή σύγκρουση, θα οδηγήσει την ηγεσία του κυβερνητικού κόμματος, να τοποθετηθεί υπεράνω της κοινωνικής και πολιτικής δυναμικής, επιχειρώντας ολοένα και περισσότερο να εγκιβωτίσει την εκλογική του πελατεία στο “ιστορικό” επιχείρημα (επικαλούμενο λχ τις ευθύνες της δεξιάς για τον εμφύλιο, τον ελεγχόμενο κοινοβουλευτισμό που ακολούθησε, την “αποστασία”, τη δικτατορία κλπ), να κινητοποιήσει τις απηρχαιωμένες πελατειακές πρακτικές και να ιδιοποιηθεί απροκάλυπτα τους μηχανισμούς και τις προσόδους του κράτους. Εν προκειμένω, συντρέχει μια τυπική περίπτωση “εκτροχιασμού” της εξουσίας (από τον δημόσιο σκοπό της), της οποίας ακραίες εκδηλώσεις αποτελούν η οικοδόμηση ενός διάχυτου συστήματος διαφθοράς, στο επίπεδο τόσο του κράτους όσο και της κυβερνητικής εξουσίας (της οποίας η “συναλλαγή” είναι η κατάληξη), με προεκτάσεις τη συνενοχή της κοινωνίας (με ένα πλήθος από παροχές), δεκάδες χιλιάδες παράνομους διορισμούς κλπ), την ισοπέδωση των κοινωνικο-πολιτικών ηθών, τη βαριά υποθήκευση της χώρας στους ξένους δανειστές, την πολιτική μαζοποίηση της κοινωνίας και την πλήρη κομματική καθυπόταξη των δημοσίων ΜΜΕ.
Η περίοδος που διανοίγεται από το 1985 συμπίπτει πράγματι με την κορύφωση της πολιτικής αντίδρασης στην κοινωνική αμφισβήτηση, που γιγαντωνόταν ολοένα και περισσότερο, εξαιτίας της αυτονόμησης της εξουσίας από τον δημόσιο σκοπό της και της περιχαράκωσής της στην παραδοσιακή της αυτάρκεια. Η αυτονομία αυτή, που χαρακτηρίζει από κάθε άποψη ιστορικά το ελληνικό πολιτικό σύστημα, θα γνωρίσει μια δυναμική επιστροφή με την ηγετική πτέρυγα της Ένωσης Κέντρου, η οποία στη διάρκεια δεκαετίας του 1960, ανέλαβε την πρωτοβουλία της επιτάχυνσης της διαδικασίας για την επάνοδο της χώρα στην πολιτική ομαλότητα και, μετά τη δικτατορία, συνέβαλε στην ανασυγκρότηση του πολιτικού και ιδεολογικού πεδίου.
Όντως, την περίοδο αυτή, καταγράφεται μια σαφής διάσταση μεταξύ της πολιτικής βούλησης της εξουσίας και της δυναμικής μιας κοινωνίας της οποίας τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά συνάδουν με τη νομισματική οικονομία, ιδίως εκείνη της εμπορευματικής και της μεταποιητικής εποχής. Παρά την οικονομική στασιμότητα, που υπέστη η ελληνική κοινωνία (οι βιομηχανικοί δείκτες το 1990 παραμένουν στο επίπεδο του 1980), η θεσμική της ενσωμάτωση στο ευρύτερο ευρωπαϊκό οικονομικό περιβάλλον, που συγκεκριμενοποιείται όταν γίνεται αποδεκτή ως η δέκατη χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, τον Ιανουάριο 1981, θα αντισταθμίσει την απώλεια σε δυναμισμό, εξαιτίας των (αναχρονιστικών) αντιστάσεων της πολιτικής τάξης. Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα μεταβάλλεται, στη φάση αυτή, για την Ελλάδα, σε έναν κεφαλαιώδη παράγοντα εκσυγχρονισμού.
Η αποδοκιμασία της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του 1989 και το κοινοβουλευτικό αδιέξοδο στο οποίο απολήγουν η ακαμψία του κομματικού συστήματος και ο εκλογικός νόμος, θα οδηγήσει στη μοναδική εμπειρία της συγκυβέρνησης των αντιπάλων του εμφυλίου, της ΝΔ και του Συνασπισμού της Αριστεράς, και στη συνέχεια της οικουμενικής κυβέρνησης. Το 1990 η ΝΔ θα αναδειχθεί νικήτρια στις εκλογές και θα σχηματίσει μονοκομματική κυβέρνηση.
Η βαθιά και πολυσήμαντη κρίση, στην οποία βυθίζεται η χώρα προς το τέλος της πρώτης σοσιαλιστικής διακυβέρνησης, θα γίνει αισθητή ιδίως στην περίοδο του τέλους της δεκαετίας του 1980, στο μέτρο που οι επιπτώσεις της στη διαδικασία της ενσωμάτωσής της στην Ε.Ε., καθώς και στον ρόλο της στην ευρύτερη περιοχή μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού θα γίνουν εμφανείς. Παρόλον ότι οι επιπτώσεις της κρίσης θα αποτυπωθούν περισσότερο στα πεδία της οικονομίας και στους λοιπούς τομείς της κοινωνικής ζωής, είναι φανερό ότι η πρωτογενής της αιτία συνδέεται με την κρίση του πολιτικού συστήματος και, πιο συγκεκριμένα, με την εγκατεστημένη αναντιστοιχία της σχέσης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής, που απορρέει από το κομματικό σύστημα και την πολιτική τάξη. Αν η τελευταία περίοδος της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, από το 1985 έως το 1989, συνοδεύθηκε από μια έξαρση αυταρχισμού, δεν είναι λιγότερο προφανές ότι το πρόβλημα είναι καθολικό, και αφορά κατά το μάλλον ή ήττον το σύνολο της ελληνικής πολιτικής τάξης και, υπό μια έννοια, ξεπερνάει το όρια της ελληνικής περίπτωσης.
Η τελευταία δεκαετία που προηγείται του 21ου αιώνα εμφανίζεται ως περίοδος δραστικής προσαρμογής για την Ελλάδα. Μοιάζει να κατευθύνεται προς μια σχετική υπέρβαση των θυλάκων του παλαιού καθεστώτος, στους οποίους έχουν εγκιβωτισθεί τα κόμματα αφενός, και αφετέρου, προς μια ανάδυση στοιχείων μιας δυναμική της μετάβασης σε μια νέα πολιτική περίοδο, συνάδουσα με την είσοδό της στην τεχνολογική εποχή. Η ενσωμάτωση μεγάλων τμημάτων της ελληνικής κοινωνίας στο κοινωνικο-πολιτικό σύστημα, οι εξελίξεις στις πολιτικές οικογένειες και στο πολιτικό προσωπικό που διαφαίνονται στον ορίζοντα, οι θεμελιώδεις αλλαγές στην ελληνική πολιτική κουλτούρα, η βαθιά ρήξη με το επώδυνο παρελθόν και, περαιτέρω, η εξάντληση της κομματικής εκμετάλλευσης των “ιστορικών αναφορών”, τέλος η αδιαμφισβήτητη συναίνεση που διαμορφώθηκε στο ζήτημα της οργανικής ενσωμάτωσης της χώρας στο ευρωπαϊκό οικονομικό οικοδόμημα (η συνθήκη του Μάαστριχτ υιοθετήθηκε ομόφωνα από το ελληνικό κοινοβούλιο με εξαίρεση το ΚΚΕ), ενδέχεται να οδηγήσουν το κομματικό σύστημα σε μια κατάσταση ισορροπίας, που θα είναι εν προκειμένω περισσότερο συμβατή με τις νέες κοινωνικές αναπαραστάσεις που έφερε η ανάπτυξη. Η ισορροπία αυτή, εντούτοις, δεν έχει ακόμη συγκεκριμενοποιηθεί, στο μέτρο που οι μηχανισμοί οι οποίοι έκαμαν εφικτή την αυτονομία της πολιτικής τάξης, δηλαδή ο ιδιοτελής εναγκαλισμός του κράτους και η ιδιοποίηση της εξουσίας του αφενός και η οργανική στασιμότητα των κομμάτων αφετέρου, παραμένουν ουσιαστικά ανέγγιχτοι….” (σελ. 437)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.