Τα καρύδια θεωρούνται εδώ και πάρα πολλά χρόνια ως ένα ευεργετικό
τρόφιμο, με πολλαπλά οφέλη για την υγεία. Ωστόσο, για πολλές από τις
πιθανές δράσεις τους τα
διαθέσιμα ερευνητικά δεδομένα δεν είναι επαρκή. Μελέτη, που δημοσιεύεται στο διεθνές επιστημονικό περιοδικό BMJ Open Diabetes Research & Care, εξέτασε την επίδραση της κατανάλωσης καρυδιών σε ένα σύνολο δεικτών υγείας.
Στη μελέτη συμμετείχαν συνολικά 112 γυναίκες και άνδρες ηλικίας 25-75 ετών, με σχετικά υψηλό κίνδυνο εμφάνισης σακχαρώδη διαβήτη. Οι εθελοντές χωρίστηκαν σε δύο ομάδες εκ των οποίων η μία παρακολούθησε συνεδρίες συμβουλευτικής, με στόχο την υιοθέτηση δίαιτας λιγότερων θερμίδων και η άλλη όχι. Επιπλέον, οι δύο ομάδες χωρίστηκαν περαιτέρω σε ύπο-ομάδες: η πρώτη υπο-ομάδα κατανάλωνε 56 γραμμάρια καρυδιών καθημερινά για 6 μήνες, ενώ η δεύτερη υπο-ομάδα δεν κατανάλωνε καθόλου καρύδια. Οι μετρήσεις που πραγματοποιήθηκαν περιλάμβαναν δείκτες όπως η διαιτητική πρόσληψη, το ύψος, το βάρος, ο δείκτης μάζας σώματος, η περιφέρεια μέσης και τα επίπεδα αρτηριακής πίεσης, γλυκόζης νηστείας, γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης και χοληστερόλης, οι οποίοι μετρήθηκαν κατά την έναρξη της μελέτης και μετά από 3, 6, 12 και 15 μήνες.
Συνολικά, η κατανάλωση καρυδιών φάνηκε να συνδέεται με βελτίωση της ποιότητας της διατροφής, ενώ παρατηρήθηκε μείωση των επιπέδων LDL («κακής») χοληστερόλης στα άτομα που κατανάλωναν καρύδια, ακόμη και αν δεν ακολουθούσαν δίαιτα χαμηλότερων θερμίδων. Από την άλλη, η κατανάλωση καρυδιών δε φάνηκε να επιδρά στα επίπεδα αρτηριακής πίεσης, γλυκόζης και HDL («καλής») χοληστερόλης, ενώ η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη παρουσίασε αύξηση σε όλες τις ομάδες.
Όπως αναφέρουν οι ερευνητές, αν και απαιτούνται περισσότερες μελέτες που θα περιλαμβάνουν αντιπροσωπευτικό δείγμα του πληθυσμού, εν τούτοις φαίνεται ότι η συστηματική κατανάλωση καρυδιών μπορεί να βελτιώσει την ποιότητα της δίαιτας και τα επίπεδα «κακής» χοληστερόλης σε άτομα με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη.
Επιστημονική Ομάδα neadiatrofis.gr
διαθέσιμα ερευνητικά δεδομένα δεν είναι επαρκή. Μελέτη, που δημοσιεύεται στο διεθνές επιστημονικό περιοδικό BMJ Open Diabetes Research & Care, εξέτασε την επίδραση της κατανάλωσης καρυδιών σε ένα σύνολο δεικτών υγείας.
Στη μελέτη συμμετείχαν συνολικά 112 γυναίκες και άνδρες ηλικίας 25-75 ετών, με σχετικά υψηλό κίνδυνο εμφάνισης σακχαρώδη διαβήτη. Οι εθελοντές χωρίστηκαν σε δύο ομάδες εκ των οποίων η μία παρακολούθησε συνεδρίες συμβουλευτικής, με στόχο την υιοθέτηση δίαιτας λιγότερων θερμίδων και η άλλη όχι. Επιπλέον, οι δύο ομάδες χωρίστηκαν περαιτέρω σε ύπο-ομάδες: η πρώτη υπο-ομάδα κατανάλωνε 56 γραμμάρια καρυδιών καθημερινά για 6 μήνες, ενώ η δεύτερη υπο-ομάδα δεν κατανάλωνε καθόλου καρύδια. Οι μετρήσεις που πραγματοποιήθηκαν περιλάμβαναν δείκτες όπως η διαιτητική πρόσληψη, το ύψος, το βάρος, ο δείκτης μάζας σώματος, η περιφέρεια μέσης και τα επίπεδα αρτηριακής πίεσης, γλυκόζης νηστείας, γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης και χοληστερόλης, οι οποίοι μετρήθηκαν κατά την έναρξη της μελέτης και μετά από 3, 6, 12 και 15 μήνες.
Συνολικά, η κατανάλωση καρυδιών φάνηκε να συνδέεται με βελτίωση της ποιότητας της διατροφής, ενώ παρατηρήθηκε μείωση των επιπέδων LDL («κακής») χοληστερόλης στα άτομα που κατανάλωναν καρύδια, ακόμη και αν δεν ακολουθούσαν δίαιτα χαμηλότερων θερμίδων. Από την άλλη, η κατανάλωση καρυδιών δε φάνηκε να επιδρά στα επίπεδα αρτηριακής πίεσης, γλυκόζης και HDL («καλής») χοληστερόλης, ενώ η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη παρουσίασε αύξηση σε όλες τις ομάδες.
Όπως αναφέρουν οι ερευνητές, αν και απαιτούνται περισσότερες μελέτες που θα περιλαμβάνουν αντιπροσωπευτικό δείγμα του πληθυσμού, εν τούτοις φαίνεται ότι η συστηματική κατανάλωση καρυδιών μπορεί να βελτιώσει την ποιότητα της δίαιτας και τα επίπεδα «κακής» χοληστερόλης σε άτομα με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη.
Επιστημονική Ομάδα neadiatrofis.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.