Ο Μέγας Αλέξανδρος ανέλαβε τον Μακεδονικό θρόνο, μετά τη δολοφονία
του πατέρα του Φιλίππου από το σωματοφύλακά του Παυσανία, το 336 π.Χ.,
σε ηλικία 20 ετών.
Ο Μ. Αλέξανδρος έδινε την εξουσία μόνο σε όσους την άξιζαν, ενεργώντας όχι ευνοιοκρατικά, αλλά ρεαλιστικά και αξιοκρατικά. Σχεδόν όλοι αυτοί ήταν ομοτράπεζοί του και μερικοί σωματοφύλακές του. Ηταν δυνατοί και ατρόμητοι πολεμιστές και πάντοτε διακρίνονταν στη διοίκηση και ως πολεμικοί ηγέτες. Όλοι τους – πλην του Άρπαλου, που ήταν χωλός
Ο Άρπαλος λόγω του σωματικού του προβλήματος, ανέλαβε οικονομικό πόστο και όχι στρατιωτικό.
Πριν από τη μάχη της Ισσού (Νοέμβριος 333 π.Χ.) ,όντας διορισμένος θησαυροφύλακας της στρατιάς, παρασυρμένος από τον Ταυρίσκο, έφυγε μαζί του δυτικά, παίρνοντας μαζί του όλα τα χρήματα της στρατιάς και κατέφυγε στα Μέγαρα.
Ο Μ. Αλέξανδρος δέχτηκε τη μετάνοιά του, τον ξανακάλεσε δίπλα του και τον όρισε γενικό διαχειριστή των θησαυρών του κράτους με έδρα τα Εκβάτανα . Με το να απομακρύνεται όμως όλο και μακρύτερα, προς Ανατολάς, ο Μ. Αλέξανδρος, ο Άρπαλος έγινε ανεξέλεγκτος. Επιδόθηκε σε παντός είδους ακολασίες και καταχρήσεις.
Η φήμη του έφτασε μέχρι την Ελλάδα, όπου οι κωμωδιογράφοι τον διέσυραν για τα «κατορθώματά» του. Είχε ερωτικές σχέσεις με Ασιάτισσες και μετακάλεσε από την Αθήνα την εταίρα Πυθιονίκη. Όταν αυτή πέθανε προς τιμήν της έστησε μνημεία στην Αθήνα και τη Βαβυλώνα.
Μετά το θάνατό της κάλεσε από την Αθήνα άλλη εταίρα, την περιβόητη Γλυκέρα, που την εγκατέστησε στα ανάκτορα της Ταρσού. Είχε πωρωθεί τόσο πολύ, ώστε όταν του προσέφεραν χρυσό στεφάνι, απαιτούσε να δίδεται και στη Γλυκέρα ένα άλλο και να την προσκυνούν ως βασίλισσα.
Αυτά είχαν καταγγελθεί στο Μ. Αλέξανδρο, ο οποίος τα θεώρησε υπερβολικά και όχι μόνο δεν κυνήγησε εγκαίρως τον Άρπαλο, αλλά θυμούμενος την παλιά του φιλία με αυτόν φυλάκισε αυτούς που τον κατάγγειλαν ως συκοφάντες.
Ο Άρπαλος, γνωρίζοντας ότι ο Αλέξανδρος πολεμούσε πάντα στην πρώτη γραμμή και ότι το μυαλό του ήταν πάντα στη δόξα και την κατάκτηση, πίστευε ότι ήταν αδύνατο να ξαναγυρίσει ζωντανός, ύστερα από τόσους αγώνες και μάχες στα βάθη της Ανατολής. Όταν γύρισε ο Μ. Αλέξανδρος στα Σούσα (Άνοιξη 334 π.Χ.), δηλαδή μετά την επιστροφή του απ’ την εκστρατεία της Ανατολής στην Ινδία, πληροφορήθηκε ότι είχε ξαναφύγει με θησαυρούς . Πήρε μαζί του 5.000 τάλαντα, τη Γλυκέρα, την κόρη του από την Πυθιονίκη και κατέφυγε στα παράλια της Μ. Ασίας.
Στρατολόγησε 6.000 μισθοφόρους και με 30 πλοία κατέπλευσε στο Σαρωνικό κόλπο, στη Μουνιχία.
Οι Αθηναίοι δεν τον δέχτηκαν με τιμές, όπως ήλπιζε, γιατί φοβούνταν την αντίδραση του Μ. Αλεξάνδρου. Ύστερα από διαπραγματεύσεις του επιτράπηκε να αποβιβαστεί μόνος, οπότε πήγε στην εκκλησία του Δήμου και τους πρότεινε να τους δώσει μέρος του θησαυρού του και τους μισθοφόρους του.
Παράλληλα όμως έφτασε στην Αθήνα και τελεσίγραφο του Φιλόξενου, που ήταν ο διάδοχος του Άρπαλου στη θέση του διαχειριστή των χρημάτων, που τους ζητούσε να τον εκδώσουν.
Άρχισαν ατελείωτες συζητήσεις στην Πνύκα για το θέμα, όπου κυριαρχούσαν οι αντιμακεδονίζοντες με τον Υπερείδη, που στήριζαν τη θέση του Άρπαλου και οι Μακεδονίζοντες, οι οποίοι πρότειναν την έκδοση του καταχραστή. Έτσι, αποφασίστηκε να φυλακιστεί στην Ακρόπολη ο Άρπαλος, εως ότου αποφασίσει ο Αλέξανδρος για την τύχη του.
Ο Δημοσθένης ορίστηκε επίτροπος, για να παραλάβει τα χρήματα, στον οποίο ο Άρπαλος δήλωσε ότι είχε μαζί του 700 τάλαντα ( ο πλουσιότερος Έλληνας εφοπλιστής ή τραπεζίτης δεν είχε τότε περιουσία πάνω από 300 τάλαντα). Όμως, την επόμενη, όταν μετρήθηκαν τα τάλαντα, αντί για 700 βρέθηκαν μόνο 350 (πάλι εδώ οι μίζες για εξαγορά Αθηναίων).
Αλληλοκατηγορούνταν πολλοί στην Πνύκα για δωροδοκία και ο Άρειος Πάγος πρότεινε να δηλώσουν οι ένοχοι ότι τα πήραν, πράγμα που δεν έγινε. Ο Άρπαλος τελικα δραπέτευσε και εξαφανίστηκε. Όλοι πείστηκαν ότι ο Άρπαλος είχε εξαγοράσει τους πάντες, για να δραπετεύσει, ανάμεσα σε αυτούς και ο Δημοσθένης. Έτσι, το θέμα παραπέμφθηκε στις δικαστικές καλένδες.
Ο Άρπαλος κατέφυγε στο Ταίναρο, όπου παρέλαβε τους υπόλοιπους θησαυρούς και μισθοφόρους του και έπλευσε στην Κρήτη. Εκεί δολοφονήθηκε από κάποιον Σπαρτιάτη Θίβρωνα, ίδιου φυράματος κι αυτός. ο οποίος κατέφυγε στην Αφρική, όπου άρχισε τις λεηλασίες. Όμως το 322 π. Χ. τον συνέλαβε ο Πτολεμαίος Α’ και τον σταύρωσε στην Αλεξάνδρεια.
Αναφορικά τώρα με την εμπλοκή του Δημοσθένη.
Έξι μήνες αργότερα άρχισαν οι δίκες περί των «Αρπαλείων χρημάτων», που υπήρξαν ολέθριες για την Αθήνα.
Οι επιφανέστεροι Αθηναίοι αλληλοκατηγορούνταν για τα κλεμμένα, ενώ ο Δημοσθένης υποχρεώθηκε να πληρώσει το ποσό που ιδιοποιήθηκε στο πενταπλάσιο και επειδή δεν είχε να τα πληρώσει φυλακίστηκε. Όμως με τη βοήθεια φίλων του ο Δημοσθένης δραπέτευσε και πήγε στην Τροιζήνα και αργότερα στην Αίγινα, απ’ όπου ικέτευε τους Αθηναίους να του επιτρέψουν να ξαναγυρίσει.
Παρόλα αυτά εξακολουθούσε να βυσσοδομεί κατά του Μ. Αλεξάνδρου και των Μακεδόνων.
Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου (13-6-323 π.χ.) οι Αθηναίοι ψήφισαν την επάνοδό του, αλλά αυτός εξακολούθησε την αντιμακεδονική του τακτική.
Ακολούθησε ο Λαμιακός πόλεμος, όπου οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοί τους συνετρίβησαν από τον Αντίπατρο και τον Κρατερό, που είχε έλθει από τη Μ. Ασία και ο στόλος τους καταστράφηκε στην Άβυδο και την Αμοργό.
Η Αθήνα τιμωρήθηκε σκληρά. Πλήρωσε πολεμική αποζημίωση, δέχτηκε την εγκατάσταση Μακεδονικής φρουράς στην Ακρόπολη, ενώ καταδικάστηκαν σε θάνατο ο Δημοσθένης και ο Υπερείδης και άλλοι αντιμακεδονίζοντες δημαγωγοί.
Όλοι εκτελέστηκαν πλην του Δημοσθένη, ο οποίος δραπέτευσε και κατέφυγε στο ναό του Ποσειδώνα στην Καλαυρία (σημ. Πόρος), όπου αυτοκτόνησε με δηλητήριο (Οκτώβριος 322 π.χ.), για να μην συλληφθεί.
Αλλά και ο φίλος των Μακεδόνων Δημάδης καταδικάστηκε, γιατί ομολόγησε ότι πήρε και αυτός 20 τάλαντα, αλλά είχε το θράσος να ομολογήσει ότι στο μέλλον πάλι θα χρηματίζεται. Τα 100 τάλαντα με τα οποία τιμωρήθηκε, πληρώθηκαν από άλλους, γιατί αυτός δεν τα είχε. Όμως εξακολούθησε να παρανομεί και, επειδή δεν μπορούσε να εξοφλήσει τις ποινές που του επιβλήθηκαν, κηρύχτηκε άτιμος (δηλ. στερημένος πολιτικών δικαιωμάτων).
Αυτή ήταν η εικόνα της Αθηναϊκής Δημοκρατίας εκείνης της εποχής, εικόνας παραπλήσιας με τη σημερινή ελληνική πραγματικότητα!!!
votegreece.gr
Ο Μ. Αλέξανδρος έδινε την εξουσία μόνο σε όσους την άξιζαν, ενεργώντας όχι ευνοιοκρατικά, αλλά ρεαλιστικά και αξιοκρατικά. Σχεδόν όλοι αυτοί ήταν ομοτράπεζοί του και μερικοί σωματοφύλακές του. Ηταν δυνατοί και ατρόμητοι πολεμιστές και πάντοτε διακρίνονταν στη διοίκηση και ως πολεμικοί ηγέτες. Όλοι τους – πλην του Άρπαλου, που ήταν χωλός
Ο Άρπαλος λόγω του σωματικού του προβλήματος, ανέλαβε οικονομικό πόστο και όχι στρατιωτικό.
Πριν από τη μάχη της Ισσού (Νοέμβριος 333 π.Χ.) ,όντας διορισμένος θησαυροφύλακας της στρατιάς, παρασυρμένος από τον Ταυρίσκο, έφυγε μαζί του δυτικά, παίρνοντας μαζί του όλα τα χρήματα της στρατιάς και κατέφυγε στα Μέγαρα.
Ο Μ. Αλέξανδρος δέχτηκε τη μετάνοιά του, τον ξανακάλεσε δίπλα του και τον όρισε γενικό διαχειριστή των θησαυρών του κράτους με έδρα τα Εκβάτανα . Με το να απομακρύνεται όμως όλο και μακρύτερα, προς Ανατολάς, ο Μ. Αλέξανδρος, ο Άρπαλος έγινε ανεξέλεγκτος. Επιδόθηκε σε παντός είδους ακολασίες και καταχρήσεις.
Η φήμη του έφτασε μέχρι την Ελλάδα, όπου οι κωμωδιογράφοι τον διέσυραν για τα «κατορθώματά» του. Είχε ερωτικές σχέσεις με Ασιάτισσες και μετακάλεσε από την Αθήνα την εταίρα Πυθιονίκη. Όταν αυτή πέθανε προς τιμήν της έστησε μνημεία στην Αθήνα και τη Βαβυλώνα.
Μετά το θάνατό της κάλεσε από την Αθήνα άλλη εταίρα, την περιβόητη Γλυκέρα, που την εγκατέστησε στα ανάκτορα της Ταρσού. Είχε πωρωθεί τόσο πολύ, ώστε όταν του προσέφεραν χρυσό στεφάνι, απαιτούσε να δίδεται και στη Γλυκέρα ένα άλλο και να την προσκυνούν ως βασίλισσα.
Αυτά είχαν καταγγελθεί στο Μ. Αλέξανδρο, ο οποίος τα θεώρησε υπερβολικά και όχι μόνο δεν κυνήγησε εγκαίρως τον Άρπαλο, αλλά θυμούμενος την παλιά του φιλία με αυτόν φυλάκισε αυτούς που τον κατάγγειλαν ως συκοφάντες.
Ο Άρπαλος, γνωρίζοντας ότι ο Αλέξανδρος πολεμούσε πάντα στην πρώτη γραμμή και ότι το μυαλό του ήταν πάντα στη δόξα και την κατάκτηση, πίστευε ότι ήταν αδύνατο να ξαναγυρίσει ζωντανός, ύστερα από τόσους αγώνες και μάχες στα βάθη της Ανατολής. Όταν γύρισε ο Μ. Αλέξανδρος στα Σούσα (Άνοιξη 334 π.Χ.), δηλαδή μετά την επιστροφή του απ’ την εκστρατεία της Ανατολής στην Ινδία, πληροφορήθηκε ότι είχε ξαναφύγει με θησαυρούς . Πήρε μαζί του 5.000 τάλαντα, τη Γλυκέρα, την κόρη του από την Πυθιονίκη και κατέφυγε στα παράλια της Μ. Ασίας.
Στρατολόγησε 6.000 μισθοφόρους και με 30 πλοία κατέπλευσε στο Σαρωνικό κόλπο, στη Μουνιχία.
Οι Αθηναίοι δεν τον δέχτηκαν με τιμές, όπως ήλπιζε, γιατί φοβούνταν την αντίδραση του Μ. Αλεξάνδρου. Ύστερα από διαπραγματεύσεις του επιτράπηκε να αποβιβαστεί μόνος, οπότε πήγε στην εκκλησία του Δήμου και τους πρότεινε να τους δώσει μέρος του θησαυρού του και τους μισθοφόρους του.
Παράλληλα όμως έφτασε στην Αθήνα και τελεσίγραφο του Φιλόξενου, που ήταν ο διάδοχος του Άρπαλου στη θέση του διαχειριστή των χρημάτων, που τους ζητούσε να τον εκδώσουν.
Άρχισαν ατελείωτες συζητήσεις στην Πνύκα για το θέμα, όπου κυριαρχούσαν οι αντιμακεδονίζοντες με τον Υπερείδη, που στήριζαν τη θέση του Άρπαλου και οι Μακεδονίζοντες, οι οποίοι πρότειναν την έκδοση του καταχραστή. Έτσι, αποφασίστηκε να φυλακιστεί στην Ακρόπολη ο Άρπαλος, εως ότου αποφασίσει ο Αλέξανδρος για την τύχη του.
Ο Δημοσθένης ορίστηκε επίτροπος, για να παραλάβει τα χρήματα, στον οποίο ο Άρπαλος δήλωσε ότι είχε μαζί του 700 τάλαντα ( ο πλουσιότερος Έλληνας εφοπλιστής ή τραπεζίτης δεν είχε τότε περιουσία πάνω από 300 τάλαντα). Όμως, την επόμενη, όταν μετρήθηκαν τα τάλαντα, αντί για 700 βρέθηκαν μόνο 350 (πάλι εδώ οι μίζες για εξαγορά Αθηναίων).
Αλληλοκατηγορούνταν πολλοί στην Πνύκα για δωροδοκία και ο Άρειος Πάγος πρότεινε να δηλώσουν οι ένοχοι ότι τα πήραν, πράγμα που δεν έγινε. Ο Άρπαλος τελικα δραπέτευσε και εξαφανίστηκε. Όλοι πείστηκαν ότι ο Άρπαλος είχε εξαγοράσει τους πάντες, για να δραπετεύσει, ανάμεσα σε αυτούς και ο Δημοσθένης. Έτσι, το θέμα παραπέμφθηκε στις δικαστικές καλένδες.
Ο Άρπαλος κατέφυγε στο Ταίναρο, όπου παρέλαβε τους υπόλοιπους θησαυρούς και μισθοφόρους του και έπλευσε στην Κρήτη. Εκεί δολοφονήθηκε από κάποιον Σπαρτιάτη Θίβρωνα, ίδιου φυράματος κι αυτός. ο οποίος κατέφυγε στην Αφρική, όπου άρχισε τις λεηλασίες. Όμως το 322 π. Χ. τον συνέλαβε ο Πτολεμαίος Α’ και τον σταύρωσε στην Αλεξάνδρεια.
Αναφορικά τώρα με την εμπλοκή του Δημοσθένη.
Έξι μήνες αργότερα άρχισαν οι δίκες περί των «Αρπαλείων χρημάτων», που υπήρξαν ολέθριες για την Αθήνα.
Οι επιφανέστεροι Αθηναίοι αλληλοκατηγορούνταν για τα κλεμμένα, ενώ ο Δημοσθένης υποχρεώθηκε να πληρώσει το ποσό που ιδιοποιήθηκε στο πενταπλάσιο και επειδή δεν είχε να τα πληρώσει φυλακίστηκε. Όμως με τη βοήθεια φίλων του ο Δημοσθένης δραπέτευσε και πήγε στην Τροιζήνα και αργότερα στην Αίγινα, απ’ όπου ικέτευε τους Αθηναίους να του επιτρέψουν να ξαναγυρίσει.
Παρόλα αυτά εξακολουθούσε να βυσσοδομεί κατά του Μ. Αλεξάνδρου και των Μακεδόνων.
Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου (13-6-323 π.χ.) οι Αθηναίοι ψήφισαν την επάνοδό του, αλλά αυτός εξακολούθησε την αντιμακεδονική του τακτική.
Ακολούθησε ο Λαμιακός πόλεμος, όπου οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοί τους συνετρίβησαν από τον Αντίπατρο και τον Κρατερό, που είχε έλθει από τη Μ. Ασία και ο στόλος τους καταστράφηκε στην Άβυδο και την Αμοργό.
Η Αθήνα τιμωρήθηκε σκληρά. Πλήρωσε πολεμική αποζημίωση, δέχτηκε την εγκατάσταση Μακεδονικής φρουράς στην Ακρόπολη, ενώ καταδικάστηκαν σε θάνατο ο Δημοσθένης και ο Υπερείδης και άλλοι αντιμακεδονίζοντες δημαγωγοί.
Όλοι εκτελέστηκαν πλην του Δημοσθένη, ο οποίος δραπέτευσε και κατέφυγε στο ναό του Ποσειδώνα στην Καλαυρία (σημ. Πόρος), όπου αυτοκτόνησε με δηλητήριο (Οκτώβριος 322 π.χ.), για να μην συλληφθεί.
Αλλά και ο φίλος των Μακεδόνων Δημάδης καταδικάστηκε, γιατί ομολόγησε ότι πήρε και αυτός 20 τάλαντα, αλλά είχε το θράσος να ομολογήσει ότι στο μέλλον πάλι θα χρηματίζεται. Τα 100 τάλαντα με τα οποία τιμωρήθηκε, πληρώθηκαν από άλλους, γιατί αυτός δεν τα είχε. Όμως εξακολούθησε να παρανομεί και, επειδή δεν μπορούσε να εξοφλήσει τις ποινές που του επιβλήθηκαν, κηρύχτηκε άτιμος (δηλ. στερημένος πολιτικών δικαιωμάτων).
Αυτή ήταν η εικόνα της Αθηναϊκής Δημοκρατίας εκείνης της εποχής, εικόνας παραπλήσιας με τη σημερινή ελληνική πραγματικότητα!!!
votegreece.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.