«…δὲν θέλω νὰ καλοπερνῶ ἐγὼ καὶ τὸ Γένος μου νὰ ὑποφέρῃ εἰς τὴν δουλείαν.»
Ἀγαπητοί μου Γαλαξιδιῶται,
Ἦτο θέλημα Θεοῦ νὰ ἁρπάσωμεν τὰ ὅπλα μίαν ἡμέραν
καὶ νὰ ριφθῶμεν κατὰ τῶν τυράννων μας.
Τί τὴν θέλομεν, ἀδελφοί μου, τὴν πολυπικραμένην ζωὴν
τοῦ δούλου; Δὲν βλέπετε, ὅτι δὲν μᾶς ἀπέμεινε τίποτε; Καὶ
αὐταὶ αἱ ἐκκλησίαι μας ἔγιναν τζαμιὰ καὶ στάβλοι τῶν
Τούρκων. Δὲν εἶναι πρέπον νὰ σταυρώσωμεν τὰς χεῖρας.
Ἄς ἐρωτήσωμεν τὴν καρδίαν μας καὶ ὅ,τι ἀποφασίσωμεν, νὰ τὸ
βάλωμεν ἐμπρὸς σύντομα. Ἄν βραδύνωμεν, θὰ μετανοήσωμεν
καὶ τότε ἄδικα θὰ κτυπῶμεν τὴν κεφαλὴν μας.
Τὴν ἐποχὴν αὐτὴν ἡ Τουρκία εἶναι ἀπησχολημένη εἰς
πολέμους. Ἄς ὠφεληθῶμεν ἀπὸ τὴν περίστασιν αὐτήν, τὴν
ὁποίαν μᾶς ἔστειλεν ὁ Θεὸς εἰσακούων τα δίκαια παράπονά μας.
Εἰς τὰ ὅπλα, ἀδελφοί! Ἤ νὰ ἐλευθερωθῶμεν ἦ νὰ
ἀποθάνωμεν ὅλοι. Καλύτερον θάνατον δὲν ἠμπορεῖ νὰ
ἐπιθυμήσῃ Ἕλλην καὶ χριστιανός.
Ἐγώ, καθὼς γνωρίζετε, ἠμπορῶ νὰ ζήσω λαμπρὰ μὲ
πλούτη καὶ τιμὰς καὶ δόξαν. Ὅ,τι καὶ ἂν ζητήσω, οἱ Τοῦρκοι
προθύμως θὰ μοῦ τὸ δώσουν, διότι φοβοῦνται τὸ σπαθὶ τοῦ
Ἀνδρούτσου. Ἀλλὰ σᾶς λέγω τὴν ἀλήθειαν, ἀδελφοί μου,
δὲν θέλω νὰ καλοπερνῶ ἐγὼ καὶ τὸ Γένος μου νὰ ὑποφέρῃ εἰς τὴν δουλείαν.
Ἀπὸ τὴν Πελοπόννησον μοῦ γράφουν, ὅτι εἶναι ὅλοι
ἓτοιμοι μὲ τὰ παλικάρια των. Θέλω ὅμως νὰ εἶμαι βέβαιος,
ὅτι θὰ μὲ ἀκολουθήσετε. Ἄν κάμετε σεῖς ἀρχὴν ἀπὸ τὸ ἕν
μέρος καὶ ἐγὼ ἀπὸ τὸ ἄλλο, θὰ σηκωθῇ ὅλη ἡ Ρούμελη.
Περιμένω ἀπάντησιν μὲ τὸν κομιστὴν τῆς ἐπιστολῆς μου.
Τὴν μπαρούτην καὶ τὰ βόλια τὰ ἔλαβα καὶ τὰ ἐμοίρασα.
22 Μαρτίου 1821
Σᾶς χαιρετῶ καὶ σᾶς γλυκοφιλῶ
Ὁ ἀγαπητός σας
Ὀδυσσεὺς Ἀνδροῦτσος
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.