Γράφει (κι
αντιγράφει) ο Γιώργος Ανεστόπουλος
Το υποθαλάσσιο ηφαίστειο Κολούμπους της Σαντορίνης έγινε
ευρύτερα γνωστό όταν πρόσφατες έρευνες έδειξαν πως ο κρατήρας του είναι πλούσιος
σε πολύτιμα μέταλλα (πχ χρυσός, άργυρος, αντιμόνιο, κλπ).
(Και βεβαίως μετά απ’ αυτό ανακαλύψαμε μια ακόμη αιτία του ασφυκτικού pressing που δέχεται η χώρα-Πηνελόπη από διάφορους ξεδιάντροπους, βάρβαρους (τουτέστιν «βιαστικούς» μνηστήρες – όχι, θα δείξουμε «ευπρέπεια» και δεν θα εξηγήσουμε τι σημαίνει αυτό το «βιαστικοί»...ούτε το «βάρβαροι»...)....
Στο τέλος του κειμένου θα μπει σχετικός σύνδεσμος για πιο πολλά επί τούτου.
Το θέμα μας για την ώρα είναι πως μας προέκυψε αυτό το
ρημάδι το Κολούμπους που κινδυνεύουμε ανά πάσα στιγμή – ιδίως αν κάνει κολεγιά
με το άλλο το τέρας το δίδυμο αδερφάκι του από το 1650 πΧ – να μας τα κάνει
ρημαδιό, όχι μόνον στη Μεσόγειο αλλά πολύ πολύ ευρύτερα)...
Άντε λοιπόν να κάνουμε μια προς τα πίσω – σχεδόν 400 χρόνια – και να ρίξουμε μια ματιά σε κάποια «τρομαγμένα γράμματα» της εποχής...
Άραγε πως βίωσαν οι κάτοικοι της Σαντορίνης την έκρηξη του
ηφαιστείου το 1650 μΧ;
Και αν διαβάζαμε σήμερα τις επιστολές που αντάλλαξαν μεταξύ τους οι παθόντες νησιώτες θα καταλαβαίναμε τίποτα;
Ή μήπως μιλούσαν καμιά άγνωστη κορακίστικη γλώσσα κι επ’ ουδενί Ελληνικά;
Τουτέστιν, πόσο διαφορετική είναι η σημερινή Ελληνική από την τότε;
Για να το δούμε...
(Τα κείμενα που χρησιμοποιήθηκαν ελήφθησαν από το βιβλίο «Το χρονικό της Περίσσας», Φιλίππου Κατσίπη, «Περιστατικά και συμβάντα της νήσου Σαντορίνης», Αθήνα 1958. Μέσα από το κείμενο, χωρίς να το καταλάβει ο αναγνώστης έχει «επικοινωνήσει» με τον συγγραφέα μέσα από τρεις διαφορετικές φάσεις της «ντοπιολαλιάς» αλληλοδιακλαδούμενες. Του 1958, του 1836 και του 1650. Κι όμως. Σχεδόν ούτε καν το «καταλαβαίνεις». Τόσο «αβίαστα» ρέει η «κατανόηση της γλώσσας»! Τόσο «αδιάλλειπτη» είναι η συνέχεια της γλώσσας μας σ’ αυτή τη γωνιά της γης. Αν και πάνε σχεδόν 400 χρόνια από τότε! Μήπως απ’ την άλλη απλώς φαντασιωνόμαστε εθνοκεντρικά και αυτάρεσκα; Μήπως εντέλει είναι και κείνη η «φάση» της γλώσσας μας «νεκρή»; Ας το δούμε στην πράξη μέσα από τις ίδιες τις πηγές των ανθρώπων της εποχής του «ηφαιστειακού δράματος»).
«Βρισκούμεστοι στα 1836.
Ήσυχο και ξέγνοιαστο, από σεισμοί και συμφορές είτανε το νησί μας κ’ είχε και καλοχρονιά. Ο πιότερος κόσμος δούλευε τη γης, που κάρπιζε πλούσια τα γενήματά της και ζούσε αμέριμνος κι’ ευτυχισμένος. Κι’ άλλοι, που ταξιδεύανε με τα καράβια, κουβαλούσανε με τις κασέλες τ’ ασημένια τάλληρα, τις λίρες, τα ρούμπλια και τουρλού – τουρλού μονέδες.
Κι’ ο Θεός ήπεμπε και δεν ηγόγκιζε (σημ:Σαντορινιά έκφραση της εποχής: πέμπει και δεν γογκίζει=στέλνει και δεν βαρυγκομά).
Μα κι’ εκείνοι που ζούσανε στα ξένα, στέλνανε από την ξενηθειά και χτίζανε σπήθια κι’ εκκλησιές. Τότες όλοι γνοιαζόντουσαν για την πατρίδα τους. Κι’ όσον καιρό απομένανε στα ξένα ένα όνειρο και μοναδικό είχανε. Ειρηνικά να περάσουνε τα τέλη του βίου τους στο νησί, που γεννηθήκανε κ’ εκεί να κλείσουνε τα μάθια τους.
...................................
Τα παλιά τα χρόνια, για νάρθει κανένας απ’ το Καμάρι στην
Περίσσα, δεν είχε ανάγκη ν’ ανέβει σαν τώρα το δρομάρι της Ζωοδόχος, να φτάσει
στο φρύδι του βουνού, στον Άη-Στέφανο και να κατηφορίσει τη σελλάδα για νάρθει
στην Περίσσα. Τότες είχε δρόμο σύρριζα στο βουνό και θάλασσας, που ξεκινούσε
απ’ το Καμάρι και τέλειωνε στην Περίσσα. Δυό εμπλιές (σημ. βήματα) είτανε.....
Και θα μου δευτερώσετε. Και μ’ όλο σας το δίκηο.
- Και ήντα ηαπογίνηκε αυτός ο παραθαλάσσιος δρόμος;..Η
θάλασσα τον εκατάπιε;...
Ναίσκε. Κι αγροικήσετε το πότε και το πως.
Ημέρα θλίψεως και οργής η σήμερον ημέρα. Ωδίνες Άδου εκύκλωσάν με
Καθώς γράφουνε χρονώνε φυλλάδες κι’ εξιστορούνε σοφοί και διαβασμένοι, στα 1650 μετά Χριστού γεννήσεως, κι’ ανήμερα του Σταυρού άναψε και παρουσιάστηκε στο νησί μας ένα καινούριο ηφαίστειο, που το λένε του Κουλούμπου. Δεν ηξεφύτρωσε απ’ τη μεριά του παλιού Βουρκάνου, παρά ηξενέρισε από το μέσα γιαλό, που λέμε, κατά τη μεριά της Αμοργός και της Νιός. Ανάμεσα Βουρβούλου κι’ Απάνω Μεριάς.
Κι’ ετούτο είτανε το περίεργο. Το καινούργιο ηφαίστειο δεν είτανε μαύρο, σαν που είνε κ’ οι Καμένες, μα είτανε άσπρο κ’ ίσαμε ένα μεγάλο αλώνι είταν η απλωσιά του. Κι’ εχτός ετούτου, είτανε και θαυματουργό, αφού έκαμε στο νησί τέθοιες ζημιές και καταστροφές, που δεν τις είχανε κάμει άλλα παρόμοια και μεγαλύτερα ηφαίστεια.
Φωτιές και πέτρες έβγαζε και τις πετούσε στο νησί. Κι’ απ’ τον πολύν τον κίσηρα (σημ.αλαφρόπετρα) ο γιαλός έπειξε. Κακό κι’ αντάρα γίνηκε και συμφορά μεγάλη κι’ απερίγραπτη χτύπησε το νησί μας τότες. Την ώρα του σεισμού τα σπήθια, σαν τα καράβια, που τάβρηκε φουρτούνα μπατέρνανε κι’ έπειτα πάλι ξαναρχόντουσαν στη θέση τους. Από την βρώμα πούβγαζε ψοφούσανε τα ζωντανά κι’ απ’ τα δηλητηριασμένα αέρια ο κόσμος στραβώθηκε. Τα χρυσαφικά, πούχανε στις κασέλες τους γινήκανε μαύρα, σα νάτανε μπακίρες κι’ από την δούλιαση (σημ.δουλιώ=φοβάμαι) ντου ο κόσμος εσκέφτηκε να παρατήσει το νησί και να δώκει των εμμαθιώ ντου.
«Και εβγήκεν όλος ο κόσμος, μικροί και μεγάλοι, άνδρες και γυναίκες από τα κάστρα κι’ από τα σπίτια με ταις άγιαις εικόνες εις τον κάμπον με πολλά δάκρυα και έλεγαν ότι έφτασεν η συντέλεια του κόσμου και εσυγχωρούσαν ο ένας τον άλλον με πολλά και πικρά δάκρυα», γράφει ένας συγκαιριανός της καταστροφής.
Μα καλλίτερά μου τόχω να διαβάσετε αμοναχοί σας, παρά να σας τα λέω εγώ, το παρακάτω γράμμα, που στείλαν οι παπάδες της Σαντορίνης στους Αξώτες ιερείς κι’ όπου τους ιστορούνε τα μαρτύρια και τα βάσανά τους. Και νάτε, το ίντα τους γράφανε.
«Εβλαβέστατι ιερίς και τίμιοι γέροντες της χόρας και περιχόρων της νίσου Ναξίας.
Εμείς φτωχοί έρημοι
και σκλάβοι οι πολά χαϋμένοι απέ ταις αμαρτίαις μας απέ το νησί σαντορίνης
δίδομεν είδησιν δια το μυστήριον τούτο οπού μας εσέβικεν εις τον τόπον ετούτον
τον οργισμένον απώ τον μαιγαλοδύναμον Θεόν.
Κατέχετε πος απέ ταις δέκα του σετεβρίου έρχισαν οι σεισμοί εις τούτω το νισι και έτραιμεν οσάν τραίμει το καλάμι και εκάμαμεν μερονυχτίς δέϊσιν.
Και εις ταις 26 του αφτού μηνός ένιξε μήα φλέγα πυρινή και φωτιά με καπνόν μέσα εις την θάλασσα διό μίλια αλάργου εις τόπον λεγούμενον Κουλούπου
και εις τρις ημέραις πάλι άνηξε η φλέγα με τον σεισμόν και έβγαλε φοτιά με καπνόν και αστραπές με βροντές με αστροπελέκια με σεισμό και με ταραχί μεγάλη και τρομαχτική και εχάλασε τα σπίτια μας και επλάκοσε ανθρόπους
και όσοι άνθροποι ίτον όξο ολοι επέθαναν και τα πετούμενα ολα εψοφίσασει και τα χοντρά ζώα όλα εχάθυκαν και ο αέρας ετίφλονε τους ανθρόπους μικρούς και μεγάλους και η θάλασα έφιγεν απέ τον τόπο τις και έπιρε τα χοράφια μας όλα
και ευγένει τόσος βρόμος οπού δεν εμπορούμεν τα φάμεν αμή το στόμα μας είναι γεμάτο διάφη αμή ακόμα έως τώρα έχωμεν περισοτερω φώβον και ο μαιγαλοδίναμος Θεός να κάμι ελεϊμοσίνη εις εμάς και η θάλασα έπιξε από ανκισιρα και δεν ειμπωρεί πλεούμενον τα περάση και ο παντοδίναμος να μας λυτρόσι απε τουτην την δηστηχίαν οπού είμεσταν.
Κατέχετε πος απέ ταις δέκα του σετεβρίου έρχισαν οι σεισμοί εις τούτω το νισι και έτραιμεν οσάν τραίμει το καλάμι και εκάμαμεν μερονυχτίς δέϊσιν.
Και εις ταις 26 του αφτού μηνός ένιξε μήα φλέγα πυρινή και φωτιά με καπνόν μέσα εις την θάλασσα διό μίλια αλάργου εις τόπον λεγούμενον Κουλούπου
και εις τρις ημέραις πάλι άνηξε η φλέγα με τον σεισμόν και έβγαλε φοτιά με καπνόν και αστραπές με βροντές με αστροπελέκια με σεισμό και με ταραχί μεγάλη και τρομαχτική και εχάλασε τα σπίτια μας και επλάκοσε ανθρόπους
και όσοι άνθροποι ίτον όξο ολοι επέθαναν και τα πετούμενα ολα εψοφίσασει και τα χοντρά ζώα όλα εχάθυκαν και ο αέρας ετίφλονε τους ανθρόπους μικρούς και μεγάλους και η θάλασα έφιγεν απέ τον τόπο τις και έπιρε τα χοράφια μας όλα
και ευγένει τόσος βρόμος οπού δεν εμπορούμεν τα φάμεν αμή το στόμα μας είναι γεμάτο διάφη αμή ακόμα έως τώρα έχωμεν περισοτερω φώβον και ο μαιγαλοδίναμος Θεός να κάμι ελεϊμοσίνη εις εμάς και η θάλασα έπιξε από ανκισιρα και δεν ειμπωρεί πλεούμενον τα περάση και ο παντοδίναμος να μας λυτρόσι απε τουτην την δηστηχίαν οπού είμεσταν.
1650 οκτοβριου εις ταις 3...»
Ιδού και η απάντηση.
«Κόπια – ήγουν το ίσον της απόκρισις εις την είδησιν της σαντορίνης.
Αιδεσιμώτατοι παπάδες και πρόκριτοι της μεγαλειοτάτης κοινότης Σαντορίνης.
Με μεγάλο μας καμό και λύπησι των ψυχών μας εσκάσαμε το γράμμα σας και εδιαβάσαμεν τα κάζα και τη δυστυχία της αφεντιά σας και πρέπει πως ο πανέλεος Θεός θε να ρίξει την κατάρα του απάνω σε τούτα τα δυστυχισμένα νησιά και στέκουντεν όλα κατατρεμένα από πάσα λογής κακοτρέξιμο και δυστυχίες και αφανισμοί
αμή και εδώ στη Ναξία επήραμεν είδησι και εκούσαμεν και το βοητό που εγένηκε στο ουρανό και εις τη γη εις τη θάλασσα και ετρέμαμεν όλοι μικροί και μεγάλοι έσχοντας και να μην εμετρομεν α θε νάναι το τέλος του κόσμου και ύπνο ήσυχο δεν εκοιμούμαστεν απαντέχοντας ώρα την ώρα το χαλασμό του νησιού μας ήγουν από σεισμό
και από ετούτη όλη τη θεϊκή οργή που ακολούθησεν και σας γράφομεν πως αν ορίζετε από εσάς να ξεκινήσετε εις δια το νησί μας θε να σας αποδεχτούμεν ως είναι το μπορετό μας με την πάσα μας καλή καρδιά ως για να γλυτώση η αφεντιά σας από τα αστροπελέκια και την φλόγα οπού συντρέχει σε σας και απομείνομεν έχοντας και την αποθυμία να εξέρωμεν και πως απογενίκετε.
Από Ναξία έτος 1650 εις Νοεμβρίον 17.
Οι πρόκριτοι του
μέρους Κάστρου και Μπούργου Ναξίας γράφομεν.
Ιω. Ο Γας χάριει Θεού
φανερός αρχιγραμματεύς και Νοτάριος νομικός τούτης της μεγαλειοτάτης κοινότης
Νάξος εκοπιάρισα»...
Κι όπως εδιαβάσατε, τότες η θάλασσα ηρίγλησε (σημ.ξεχείλισε) και βγήκε στη στεργιά και τάκαμε όλα σμπαράλια κι απλάϊ (πλατεία, ισοπέδωση). Χάλασε τον παλιό τον Άη – Γιώργη το Θαλασσίτη, την Αγία Ερήνη της Περίσσας κι’ απ’ την αραθυμιά της (σημ.εδώ σημαίνει αψύς, οξύθυμος) κατάπιε και το δρόμο του Καμαριού – Περίσσας που λέγαμε, πιο πάνω. Κι από τότες σβύστηκε και δεν φαίνεται.
Ακόμη και ρίμα βγάλανε, λυπητερό τραγούδι και τόλεγε ο κόσμος. Απ’ τις πολλές ξεσήκωσα δυό στιχάκια, για τα καταλάβετε κι εσείς το κακό, που γίνηκε.
Πήρεν συκιαίς, πήρεν εληαίς, επήρεν εκκλησίας
Γη Μαδιάμ τα έκαμεν όλα απ’ αληθείας.
..........
Στον τόπον, όπου είπαμεν ήγουν εις την Περίσσαν, τα μάρμαρα, που
ξέχωνε, πολλά’ τανε περίσσα.
Κι ο κόσμος, απ’ την καΐλα και τα βάσανα, που τράβηξε την εποχή εκείνη, την ονόμασε και την θυμότανε με τόνομα:
Τον καιρό του μεγάλου κακού!
Μετά πολλά, τους λυπήθηκε ο Θεός κι’ ανήμερα πάλι τ’ Άη – Νικόλα, έκαμε ένα δυνατό σεισμό κ’ η θάλασσα ξανακατάπιε το νησάκι, που βγήκε απ’ τα σπλάχνα της κ’ ησύχασε ο τόπος. Και γιαυτό δεν ξεχωρίζει κι’ ούτε φαίνεται σήμερις αυτό το ηφαίστειο, του Κουλούμπου. Δέκα οργιές λένε, πως είνε χωσμένο κάτω απ’ τη θάλασα κι’ από τότες κοιμάται, που να μην δώκει ο Θεός και ξυπνήσει ποτές του.
Και σαν ξανάρθε στον
τόπο της η ψυχή των ανθρώπων κ’ ηρεμήσανε απ’ την ταραχή και τον φόβο τους,
χτίσανε μιαν εκκλησιά αγνάτια απ’ το συφοριασμένο μέρος. Πολλοί σας δεν θάχετε
πάει, μα σίγουρα την έχετε όλοι σας ακουστά. Είνε, η
Παναγιά του Καλού!...
Έτσι την βγάλανε οι πρόγονοί μας, γιατί η Παναγιά τους σκέπασε και τους λύτρωσε απ’ το μεγάλο κακό...»
Αυτά για τότε...
Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου στο http://aegeanhawk.blogspot.gr/2014/04/1650.html
Γιώργος Ανεστόπουλος
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.