γραφει ο αρισταρχος
… κι αν είναι ας φουντάρουμε, νά μά τον ΑΪ Νικόλα, όλο τον χαβαλέ και τους σαράντα κλέφτες μαζί
31 Ιανουαρίου 2014. Πρέπει να πληρώσω 1200 ευρώ για χρέη εφευρεθέντα από το δημόσιο. Κι εγώ έχω στην τραγική μου τσέπη μόνο 560ευρώ για ένα μήνα επιβίωσης για τρία άτομα και έξη έξτρα! Από τα 800 εκατομμύρια προϋπολογισμός Ιανουαρίου εισπράττονται μόλις και μετά βίας τα 200εκατ. Τρελαίνονται στο υπουργείο οικονομικών. Δεν πλήρωσαν αυτά του Ιανουαρίου, πως θα πληρώσουν εκείνα που έρχονται για το τέλος του Φεβρουαρίου (ΦΑΠ 2011,12,13 κλπ κλπ). Καρντάσια, είναι απλό! Δεν θα πληρώσουν. Τελευταία τα Super Market είναι γεμάτα, κι εγώ απορούσα πώς. Ρώτησα και κανά δυό και μου είπαν “ανάμεσα στην πείνα και την εφορία/τράπεζες λέμε ναι στο φαγητό”. Τίποτε παράλογο; Η μόνη παραλογία/παραφωνία, αποθέωση της αλήθειας που ενίοτε γίνεται ελκυστική είναι η κατακεραύνωση του Άδωνη με δηλώσεις “Τόξερα από την αρχή ότι το μνημόνιο είναι καταστροφή και το ψέμα μου ήταν το κατά συνθήκην(sic)” (Καρντάσιανς)
Την τύχη μου, ας με δέσει κάποιος στο μεσαίο το κατάρτι!
Κι εγώ με όλο το τσούρμο πίστευα πως ήμουν απόγονος του Αριστοτέλη, του Λεωνίδα, του Καραϊσκάκη, του… πατέρα μου του ήρωα στο Ρούπελ. Εκτός και είμαι μπάσταρδο, να το θέσω αλλιώς. Φρονώ Ελληνικά. Έτσι πρέπει να δηλώνουν οι λαθρό-κάτοικοι της Ελληνικής πέτρας. “Φρονώ Ελληνικά!”. Γι αυτό κι αυτή η χώρα ποτέ της δεν είχε σύνορα και ο ναζισμός/ρατσισμός/ φαρισαϊσμός αρρώστιες ανίκανες να πλήξουν την λεύτερη Ελληνική καρδιά γιατί γεννήθηκε με τέτοια αντισώματα. Και τα επιτεύγματά της τάκλεψαν ή τάδωσε τζάμπα για να αγοράζει με αίμα απ’ τους ίδιους πλιατσικολόγους τους καρπούς σε δεκαπλάσιες τιμές. Άξιος μισθός! Άξιος, Ελληναράδες μου!
Ίσως, ίσως κατά πως λέει το graffiti στον απέναντι τοίχο από την μιζέρια μου να ψηφίσω Αλή Μπαμπά γιατί έχει μονάχα 40 κλέφτες. Ίσως, ίσως να ξενιτευτώ, έχω θείο στο Νταχάου της Γερμανίας. Ίσως, ίσως να γίνω τώρα αγρότης, έχω πέντε στρεμματάκια στο χωριό αλλά δεν έχω τρακτέρ. Να φλομώσω την Ευρωπαϊκή αγορά με σπαράγγια και κοχλίδια σ’ αναλογία δυό φορτηγά για ένα εξάρτημα μηχανής. Ίσως, ίσως να πετάξω πάνω από την περηφάνεια μου αλλά δεν έχω φτερά. Μπα, θα κάνω αυτό που ξέρω καλύτερα. Τόμαθα μικρός από την θειά μου την Ανίκα. Χαρτιά και φλιτζάνι. Εννιά με έντεκα το πρωί στου Μένιου το καφέ. Ένα ευρώ ο ντελβές. Θα βάλω και ένα τουρμπάνι, λίγο φούμο(θέλει το πράγμα ανατολίτικο μυστήριο) και να… “γράμμα και με το αγλήγορο. Λεφτά πολλά, κι από πού τα περιμένετε, βλέπω στέφανα” και κάτι τέτοια. Αν η πενία τέχνες κατεργάζεται, σκέψου η πείνα τι κάνει.
Με ρώτησε ένας λύκος από την αγέλη “καλέ και πονετικέ μου κύριε, πότε θα μας στείλετε να φάμε;” Κι εγώ απάντησα “Τέσσερις φορές έστειλα φαγητό κι εσείς φάγατε και τις τσάντες, τώρα με τι να σας ταίσω; Να, ο κύριος υπουργός των Ναυτικών. Καλέ μου κύριε πολιτικέ, τα παιδιά στις σχολές εμπορικού ναυτικού προπονούνται για το Άουσβιτς, θα τα καταφέρουν; Λίγο από κείνο το περίφημο περίσσευμα του προϋπολογισμού να το κάνουμε φαγητό υπάρχει ή τόφαγε κι αυτό η μαρμάγκα;” Ποιος καταλαβαίνει τον πεινασμένο ή η μάθηση θέλει θυσίες πείνας;
Έμεινα μόνος μεσοπέλαγα στην αθλιότητα και το μόνο που κάνω, να ονειρεύομαι. Μια βαρκούλα κι ένα πανάκι, σαν εθνική Μανταλένα, του δίνω λίγο φλόκο και φρστ γλυκά τ’ απόνερα πηδάει στα κυματάκια σαν μπαλαρίνα, και τη σπρώχνει ο Λεβάντες κατά Ζέφυρο μεριά. Εκεί λένε είναι η τελική λύση, η ευκαιρία! Δε μπορεί κάπου θα φανεί, Ιθάκη είναι αυτή. Θα περιμένει η Πηνελόπη με τον Τηλέμαχο περιτριγυρισμένοι από μπακάληδες, μανάβηδες, εφοριακούς και τραπεζίτες υποψήφιοι μνηστήρες σαράντα τον αριθμό, σαν τους κλέφτες του Αλή Μπαμπά, για να φάνε το τσαντίρι του ταλαίπωρου χρεώστη. Και ύστερα;
Τι ύστερα, δεν υπάρχει ύστερα. Όλα τελειώνουν και κάπου εδώ ήρθαμε. Ανοίχτε φλόκους κι όλοι στ’ άρμενα. Μπροστά φρεσκάρει με μαυρίλα ο τραμουντάνας κι ο καιρός χτυπάει κατάορτσα.
Όρτσα ωρέ, όρτσα . Δεν θα την μπατάρουμε την σκούνα κι αν είναι ας φουντάρουμε, νά μά τον ΑΪ Νικόλα, όλο τον χαβαλέ και τους σαράντα κλέφτες μαζί. Ετούτο το σκαρί αρμενίζει εδώ και χιλιάδες χρόνια και δεν φοβήθηκε μήτε Τουρκιά μήτε Ναζισμό, μήτε… βρυκόλακες. Στο χωριό μου όλοι φώναζαν “αν το γαϊδούρι είναι παλαβό μην κάνεις όνειρα ν’ ανεβείς πάνω του, απλά δώστο δρόμο”
Ούτε αυτό δεν μπορούμε να κάνουμε;
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.