του Ελευθερίου Γ. Σκιαδά.
Στις ημέρες μας, ημέρες σφοδρής
οικονομικής κρίσης, οι εκτεταμένες κλοπές μετάλλων από τα καπάκια των
υπονόμων μέχρι τα χερούλια των σπιτιών απασχολούν καθημερινά τη
δημοσιότητα. Μέχρι ολόκληρη μεταλλική γέφυρα κατόρθωσαν να
αποσυναρμολογήσουν οι επιτήδειοι, τους οποίους βλέπουμε καθημερινά να
τριγυρνούν στους δρόμους ανενόχλητοι με τα καροτσάκια των σούπερ μάρκετ ή
τα τρίκυκλα. Παρόμοια φαινόμενα παρατηρούνταν και στην προηγούμενη
μεγάλη οικονομική κρίση, στις αρχές της δεκαετίας του 1930.
Αντίστοιχοι φτωχοδιάβολοι, παρακινούμενοι από σοβαρά οικονομικά κυκλώματα βύθιζαν στο σκοτάδι πολλούς απόκεντρους δρόμους, στενάκια διαδρόμους και στοές. Ξεβίδωναν τους ηλεκτρικούς λαμπτήρες, προϊόν πολυτελείας εκείνη την εποχή και τους πωλούσαν σε διάφορους κλεπταποδόχους σε εξευτελιστικές τιμές. Στη συνέχεια οι επιτήδειοι φρόντιζαν να διοχετεύουν τους λαμπτήρες σε επαρχιακές πόλεις, ώστε να μη γίνονται αντιληπτοί. Καθημερινά καταγγέλλονταν κλοπές λαμπτήρων σε όλα τα μήκη και πλάτη των Αθηνών, μέχρι που τον Φεβρουάριο 1933 έφθασαν να κλέψουν και λαμπτήρες έξω από ένα αστυνομικό τμήμα, του οποίου διοικητής ήταν ο γνωστός για τη σκληρότητά του Παξινός. Αυτή ήταν και η αφορμή να ξεσπάσει εναντίον τους άγριο και ανελέητο κυνηγητό.
Εντύπωση προκάλεσε στις αστυνομικές αρχές πως γύρω από τους τόπους που πραγματοποιούνταν οι κλοπές δεν υπήρχαν ίχνη υποδημάτων, αλλά γυμνών ποδιών. Απευθείας οι υποψίες στράφηκαν στους επαρχιώτες φτωχούς αλητόπαιδες, μέχρι που εντοπίστηκαν μερικοί που ξόδευαν υπέρογκα για την κατάστασή τους ποσά. Τότε τέθηκαν υπό αυστηρή αστυνομική παρακολούθηση. Οι ομάδες που δρούσαν ήταν πολυπληθείς. Οι περισσότεροι λειτουργούσαν ως τσιλιαδόροι βαστώντας «καραούλι» στις γωνιές και τρεις εξ αυτών (φωτο) έκαναν τη «δουλειά». Ανεβαίνοντας ο ένας στην πλάτη του άλλου, ξεβίδωναν τους λαμπτήρες με εξαιρετική επιτηδειότητα και κινήσεις αίλουρων. Ελάχιστα λεπτά της ώρας διαρκούσε η κάθε επιχείρηση και εντός δύο ωρών είχαν βυθίσει στο σκοτάδι μια ολόκληρη γειτονιά.
Αντίστοιχοι φτωχοδιάβολοι, παρακινούμενοι από σοβαρά οικονομικά κυκλώματα βύθιζαν στο σκοτάδι πολλούς απόκεντρους δρόμους, στενάκια διαδρόμους και στοές. Ξεβίδωναν τους ηλεκτρικούς λαμπτήρες, προϊόν πολυτελείας εκείνη την εποχή και τους πωλούσαν σε διάφορους κλεπταποδόχους σε εξευτελιστικές τιμές. Στη συνέχεια οι επιτήδειοι φρόντιζαν να διοχετεύουν τους λαμπτήρες σε επαρχιακές πόλεις, ώστε να μη γίνονται αντιληπτοί. Καθημερινά καταγγέλλονταν κλοπές λαμπτήρων σε όλα τα μήκη και πλάτη των Αθηνών, μέχρι που τον Φεβρουάριο 1933 έφθασαν να κλέψουν και λαμπτήρες έξω από ένα αστυνομικό τμήμα, του οποίου διοικητής ήταν ο γνωστός για τη σκληρότητά του Παξινός. Αυτή ήταν και η αφορμή να ξεσπάσει εναντίον τους άγριο και ανελέητο κυνηγητό.
Εντύπωση προκάλεσε στις αστυνομικές αρχές πως γύρω από τους τόπους που πραγματοποιούνταν οι κλοπές δεν υπήρχαν ίχνη υποδημάτων, αλλά γυμνών ποδιών. Απευθείας οι υποψίες στράφηκαν στους επαρχιώτες φτωχούς αλητόπαιδες, μέχρι που εντοπίστηκαν μερικοί που ξόδευαν υπέρογκα για την κατάστασή τους ποσά. Τότε τέθηκαν υπό αυστηρή αστυνομική παρακολούθηση. Οι ομάδες που δρούσαν ήταν πολυπληθείς. Οι περισσότεροι λειτουργούσαν ως τσιλιαδόροι βαστώντας «καραούλι» στις γωνιές και τρεις εξ αυτών (φωτο) έκαναν τη «δουλειά». Ανεβαίνοντας ο ένας στην πλάτη του άλλου, ξεβίδωναν τους λαμπτήρες με εξαιρετική επιτηδειότητα και κινήσεις αίλουρων. Ελάχιστα λεπτά της ώρας διαρκούσε η κάθε επιχείρηση και εντός δύο ωρών είχαν βυθίσει στο σκοτάδι μια ολόκληρη γειτονιά.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.