Ἀγγελική Φιλιππίδου
Μέ
τόν ἐρχομό τοῦ 20οῦ αἰώνα ἀνενόχλητες οἱ βουλγαρικές συμμορίες δροῦν σέ
χωριά καί πόλεις τῆς Μακεδονίας. Στυγερά τά καθημερινά τους ἐγκλήματα.
Μέ τό σύνθημα «Ἡ Μακεδονία στή Βουλγαρία» καί μέ τό τραγούδι «Μακεδονία,
παλαιά Βουλγαρία» σφάζουν ἀνελέητα. Τό αἷμα ἀθώων Ἑλλήνων ρουφᾶ διαρκῶς
ἡ πολύπαθη μακεδονική γῆ. Ἕνα πλῆθος Μακεδονομάχων τοῦ ἑλληνικοῦ βορρᾶ
καί τοῦ νότου ἀντιστέκεται προσπαθώντας ν᾿ ἀναχαιτίσει τό σλαβικό
σμῆνος. Στό στόχαστρο τοῦ ἐχθροῦ ὁ παπάς κι ὁ δάσκαλος. Ἀπό τά δικά τους
μετερίζια ὁ καθένας κρατᾶ ψηλά Ὀρθοδοξία καί πατρίδα. Αὐτούς τούς
τρελούς Ἕλληνες, τούς Γραικομάνους -ἔτσι τούς ἀποκαλοῦν οἱ βούλγαροι
κομιτατζῆδες-, ἐποφθαλμιοῦν νά ἐξοντώσουν. Ἀσφυκτιᾶ ἡ Καρατζόβα (σημερινή Ἀριδαία). Ὁ βούλγαρος τή θέλει δική του. Ὀνειρεύεται νά ἱδρύσει βουλγαρικό σχολεῖο καί νά δηλητηριάσει τίς παιδικές ψυχές μέ τήν προπαγάνδα του. Τί συνέβη ὅμως καί ξαφνικά ὁ σκιαγμένος Ἕλληνας ἀναθάλλει; Ὁ διορισμός τῆς νέας δασκάλας ἀπό τή Θεσσαλονίκη φτερώνει τίς ἐλπίδες του. Τί κι ἄν εἶναι λεπτεπίλεπτη καί μόλις εἴκοσι χρονῶν ἡ Ἀγγελική Φιλιππίδου; Ἡ εὐγενική αὐτή φυσιογνωμία κρύβει μέσα της μιά ἀτρόμητη καρδιά. Τρίβουν τά μάτια τους οἱ κάτοικοι τῆς Καρατζόβας ἀπό τά ἀνέλπιστα πού θωροῦν νά γίνονται στόν τόπο τους.
Πῶς νά μήν τῆς πλέξουν τό ἐγκώμιο, ὅταν μαζί μέ τά γράμματα, πού ὑπομονετικά μαθαίνει στά βλαστάρια τους, ἁπλώνει τή δραστηριότητά της καί πέρα ἀπό τά ἐκπαιδευτικά της καθήκοντα; Στ᾿ ἀλήθεια, ἡ νεαρή δασκάλα μέ τή χαρούμενη ὄψη ἀκάματα δουλεύει. Συνεργάζεται μ᾿ ἕναν γνωστό της γιατρό κι ἐξασφαλίζει δωρεάν τίς ἰατρικές ἐξετάσεις τῶν μαθητῶν καί τή φαρμακευτική περίθαλψη τῶν χωρικῶν. Καί οἱ μητέρες, πού εἶχαν πλήρη ἄγνοια ἀπό παιδαγωγική, δέν χορταίνουν ν᾿ ἀκοῦν τίς συμβουλές της γιά μιά πετυχημένη ἀνατροφή τῶν παιδιῶν τους. Μ᾿ ἕναν τέτοιο στυλοβάτη πῶς νά μήν ἀλλάξει ἡ ποιότητα ζωῆς τῶν ἀνθρώπων;
Τέτοιες ὅμως ἐπιτυχίες ἀνάβουν τή μοχθηρία τοῦ κομιτατζῆ καί στεριώνουν τήν ἀπόφασή του νά ἐξοντώσει αὐτή πού τοῦ ἀνακόπτει ὅλα του τά προγράμματα.
Εὐτυχῶς τό Ἑλληνικό Προξενεῖο Θεσσαλονίκης προλαβαίνει καί τή μεταθέτει ἐγκαίρως στήν Κλεπούσνα (σημερινή Ἀγριανή) Σερρῶν. Σφίγγεται ἡ καρδιά τῆς ἑλληνίδας δασκάλας, σάν διαπιστώνει πώς τό χωριό κινδυνεύει νά ἐκβουλγαριστεῖ, ἀφοῦ οἱ μισές ἀπό τίς 180 οἰκογένειες ἀναγκάστηκαν νά προσχωρήσουν στή βουλγαρική ἐξαρχία. Ἡ ἀποστολή της βαρειά ἀλλά κι ἡ φλόγα ἄσβηστη στά σωθικά της. Δίδεται ὁλόψυχα στήν προσφορά, στήν περιπέτεια. Κερδίζει τή συμπάθεια μικρῶν καί μεγάλων. Ἀμέριστο συμπαραστάτη στό ριψοκίνδυνο ἔργο της ἔχει τόν σύζυγο καί συνάδελφό της Δημήτριο Φιλιππίδη.
Ὀνομαστή στήν ἱστορία ἡ ὁμαδική σφαγή τῆς Κλεπούσνας στίς 12 Δεκεμβρίου 1906. Τό χωριό βάφεται στό αἷμα. Κάλλιο ν᾿ ἀφανιστεῖ παρά νά γίνει βουλγάρικο. Τό σπίτι τοῦ παπα-Φίλιππου τυλίγεται στίς φλόγες. Ἡ πρεσβυτέρα Φωτεινή ἀπανθρακώνεται. Πιστεύει ὁ Βούλγαρος πώς, ἄν ἐξαφανίσει τήν «ἀφρόκρεμα», κατέκτησε τήν περιοχή. Μετά τό φόνο τῶν προκρίτων ἔχει σειρά τό σπίτι τῆς δασκάλας. Ἀπό παράθυρο σέ παράθυρο οἱ δυό σύζυγοι πολεμοῦν τόν ἐχθρό χωρίς σταματημό. Δέν κάμπτονται οὔτε κι ὅταν μία σφαίρα θρυμματίζει τό γόνατο τῆς Ἀγγελικῆς. Μόνο σάν ἄρχισαν νά τούς ἀπειλοῦν οἱ φωτιές, ὁ ἄνδρας της τή μεταφέρει καψαλισμένη σέ γειτονικό σπίτι. Ρημάχτηκε ἡ Κλεπούσνα, μά ὁ πάνοπλος Βούλγαρος μέ συντριμμένα τά ὄνειρά του ὀπισθοχωρεῖ.
Τήν ἄλλη μέρα τό δοκιμασμένο χωριό παιανίζει τή νίκη του. Νά πῶς καλωσορίζει τόν πρόξενο Σερρῶν Ἀντώνη Σαχτούρη -πού κατέφθασε νά τούς συμπαρασταθεῖ- ἕνας πού τήν περασμένη νύχτα ὀρφάνεψε ἀπό μάνα καί πατέρα: «Δέν ἤλθομεν νά δεχθῶμεν συλλυπητήρια ἀλλά συγχαρητήρια. Μᾶς ἠξίωσεν ὁ Θεός νά προσφέρωμεν τούς οἰκείους μας καί τάς περιουσίας μας εἰς τόν βωμόν τῆς πατρίδος καί νά καταστήσωμεν τό χωρίον μας ἀθάνατον. Οἱ οἰκεῖοι μας δέν ἀπέθανον, ἀφοῦ ὑπέρ τῆς πατρίδος ἐθυσιάσθησαν…».
Μέ τόν πόνο ζωγραφισμένο στό πρόσωπό της πλησιάζει τόν πρόξενο ἡ τραυματισμένη δακάλα. Τί ἄραγε γυρεύει; Ὅλοι τήν ἀκοῦν δακρύβρεχτοι. Τόν παρακαλεῖ νά μήν τή μεταφέρουν ἀμέσως στό νοσοκομεῖο Σερρῶν, ἀλλά νά τή βάλουν ἐπάνω σέ φορεῖο καί νά σταματοῦν γιά λίγο σ᾿ ὅλα τά χωριά πού θά διασχίσουν μέχρι τίς Σέρρες. Ἐκεῖ, στήν πλατεία κάθε χωριοῦ, θέλει νά μιλήσει στούς συναγμένους κατοίκους καί νά τούς ἀφήσει κάποιες ὑποθῆκες. Ὑποκλίνονται οἱ χωρικοί μπροστά στήν ἡρωίδα. Παραμερίζει τό ἐπεῖγον θέμα, τήν ὑγεία της. Πνίγει τό ἔνστικτο τῆς αὐτοσυντήρησης. Προέχει ἡ ἑλληνικότητα τῆς Μακεδονίας.
«Τό αἷμα της στήν τραγική ἐκείνη πορεία σταγόνα σταγόνα ἔβαφε τή μακεδονική γῆ καί γινόταν ἀρραβώνας μέ τή λευτεριά», σημειώνει ἡ ἱστορικός Ἀθηνᾶ Τζινίκου. Τό θέαμα τῆς μαρτυρικῆς ἐκπαιδευτικοῦ ἐντυπωσιάζει, ἐμπνέει. Μέ τίς προτροπές της ξεσηκώνει ὅλους σέ ἐθνικό συναγερμό κατά τῶν κομιτατζήδων. Τούς ἐκφράζει τά αἰσθήματά της. Εἶναι εὐτυχισμένη πού χύνει τό αἷμα της γιά τήν πατρίδα. Κι εἶναι τό τελευταῖο μάθημα τῆς δασκάλας ἀλλιώτικο ἀπό τ᾿ ἄλλα, τό πιό πετυχημένο, τό πιό ζωντανό. Εἶναι μοναδικό, γιατί το διαποτίζει μέ τό αἷμα τῆς θυσίας της. Σίγουρα θά καρποφορήσει. Στίς Σέρρες πλῆθος κόσμου τῆς φιλᾶ τά χέρια, πού σιγά-σιγά κρυώνουν. Ἀργοσβήνει, μά πρόλαβε νά πυροδοτήσει καρδιές. Τή μεταφέρουν στή Θεσσαλονίκη. Παθαίνει ἐμβολή καί παραδίδει τό πνεῦμα της τόν Ἰανουάριο τοῦ 1907. Οἱ Θεσσαλονικεῖς θρηνοῦν τήν ἡρωική συμπατριώτισσά τους. Ντύνουν τό φέρετρό της μέ τήν ἑλληνική σημαία πού ὑπεραγαποῦσε.
Σήμερα, καθώς ἀτενίζουμε τό ὄνομά σου, Ἀγγελική, ἀνάμεσα στ᾿ ἄλλα ὀνόματα τῶν ἡρώων τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγώνα, σ᾿ ἐκείνη τή στήλη στό νεκροταφεῖο τῆς Εὐαγγελίστριας στή Θεσσαλονίκη, νιώθουμε ἀπέραντη εὐγνωμοσύνη σέ σένα καί σ᾿ ὅλη τή χορεία τῶν Μακεδονομάχων, γιατί μέ τήν ἐπίμονη πάλη σας μᾶς χαρίσατε ἀέρα λεύτερο, γῆ ἑλληνική.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.