Ήταν κάποτε ένας πιστός σκυλάκος. Ήταν το καλύτερο τσοπανόσκυλο
του κτηνοτρόφου που τα καλοκαίρια τα περνούσε στις κορυφές των Ευρυτανικών
βουνών και το χειμώνα κάτω στο χωριό. Προσαρμοσμένος να ακολουθάει το κοπάδι,
έκανε τη ζωή του αφεντικού του πολύ εύκολη. Ώσπου μια μέρα ο κτηνοτρόφος
αποφάσισε να πάρει ένα πολύχρωμο παπαγάλο για συντροφιά, ο οποίος όμως ήταν ένα
πολύ μαυρόψυχο πουλί.
Ο παπαγάλος δεν έκανε τίποτα όλη μέρα από το να βάζει
διαβολιές στα αυτιά του αφεντικού: «Δεν θα ήταν καλύτερα να είχες περισσότερα
πρόβατα; Βάλε το σκύλο σου να σου φέρνει πρόβατα από το γειτονικό κοπάδι». Ο
αφεντικός την επόμενη μέρα ζήτησε από το σκυλάκο να του φέρει τα ξένα πρόβατα.
«Αυτό που με βάζεις αφεντικό να κάνω, δεν γίνεται. Τα άλλα πρόβατα έχουν επίσης
φύλακες, τους συναδέλφους μου. Τα άλλα πρόβατα έχουν επίσης αφεντικά, ανθρώπους
σαν εσένα, που αγωνίζονται για το μεροκάματο. Συγνώμη αφεντικό, αυτό δε
γίνεται.»
Το βράδυ ο παπαγάλος διαβόλιζε τα αυτιά του αφεντικού:
«Είδες τι άχρηστο σύντροφο έχεις, ένα σκύλο που δεν σε υπακούει, ενώ εγώ, ήρθα
από τόσο μακριά για να σου ανοίξω τα μάτια και να σε κάνω άνθρωπο. Αν δεν
κλέψεις δεν θα γίνεις πλούσιος! Αν δεν αρπάξεις τις ευκαιρίες που σου λέω ένας
κακομοίρης θα παραμείνεις.»
-«Παπαγάλε, το καλό που σου θέλω, σταμάτα να λες βλακείες
στο αφεντικό μας. Μια ζωή ένας απλός κτηνοτρόφος ήταν. Τι πας να τον αλλάξεις,
και να τον κάνεις κλέφτη;» είπε ο σκυλάκος. «Τι σε νοιάζει τι λέω και τι κάνω
εγώ μούργο; Το λέγειν το δικό μου είναι μεγάλη δύναμη και να δεις ότι είμαι πιο
δυνατός από εσένα!» είπε με κακία ο παπαγάλος. «Παπαγάλε δεν με ενδιαφέρει να
σου δείξω ποιος είναι ο πιο δυνατός. Απλά σταμάτα τις διαβολιές.» -«Όχι μούργο,
δεν μπορώ να το σταματήσω, γιατί αυτό μόνο ξέρω να κάνω και να δεις δεν θα
ησυχάσω αν δεν σε κάνω να ψοφήσεις, που τόλμησες να μου αντιμιλάς εμένα, το πιο
πονηρό πουλί.»
Το επόμενο σχέδιο του παπαγάλου ήταν να σηκώσει τα μυαλά
στον αέρα του κτηνοτρόφου: «Τι κάθεσαι εδώ πέρα στο μαντρί; Σήκω πήγαινε στη
πόλη για μια πιο άνετη ζωή. Υπάρχει διασκέδαση στη πόλη. Θα φοράς όμορφα ρούχα,
θα έχεις γυναίκες. Βάλε έναν τσοπάνο να σου φυλάει τα πρόβατα, ήδη έχεις
οικονομίες. Πήγαινε να νοικιάσεις ένα πλουσιόσπιτο, ανάλογο της αξίας σου και φύγε
πια από αυτό το βρωμερό μαντρί. Πάμε μαζί για dolce vita!»
Άμαθος στις πονηριές ο αφεντικός άκουσε το κακό σύμβουλό του
και πήγε στη πόλη. Του φάνηκε ότι εκεί άλλαξε η ζωή του, ότι εκεί έγινε
άνθρωπος, ενώ στη πραγματικότητα όλοι οι νέοι «φίλοι του» θέλαν απλά να του
φάνε τα λεφτά. Μετά από λίγο καιρό όντως οι οικονομίες τελείωσαν. «Πούλησε τη
στάνη και το κοπάδι σου. Εσύ ένας άρχοντας, ένας σικ άνθρωπος της πόλης να
έχεις πρόβατα! Πιφ! Να τα πουλήσεις!»
Έτσι την επόμενη μέρα ο κτηνοτρόφος ανέβηκε στη στάνη με
κάποιους υποψήφιους αγοραστές. Ο σκυλάκος αγρίεψε απέναντι σε αυτούς τους
ανθρώπους γιατί τους έβλεπε όπως πραγματικά ήταν: Ένα τσούρμο καιροσκόποι
κατσικοκλέφτες που θέλαν να πάρουν για ένα κομμάτι ψωμί τη στάνη. Ο κτηνοτρόφος
αναγκάστηκε να δέσει το σκυλάκο, ώστε να ολοκληρωθεί η αγοραπωλησία. Το
τελευταίο βράδυ τους στη στάνη, ο σκυλάκος παραφύλαγε έξω από το κονάκι, για να
ακούσει τις συμβουλές του παπαγάλου στο κτηνοτρόφο.
«Τι τον θέλεις το κοπρίτη; Άχρηστος και ανυπάκουος είναι.
Να, πάρε αυτό το δηλητήριο για να τον φολιάσεις αύριο…» Ο σκυλάκος εκεί πήρε
την απόφαση. Αρκετά έμεινε πιστός στη ζωή του. Θα προτιμούσε να τραβήξει στο
άγνωστο πια και την ίδια νύχτα έφυγε και τράβηξε για τα πιο μακρινά μέρη…
Μετά από καιρό σε ένα βαθύ άγνωστο δάσος ο σκυλάκος,
πεινασμένος μα και ελεύθερος είχε μία απρόσμενη συνάντηση: Τον παπαγάλο! -«Γειά
σου μούργο! Κουράστηκα να σε βρω αλλά σου χρωστάω κάτι…» - «Παπαγάλε! Πως με
βρήκες; Ο αφεντικός μας τι κάνει;» - «Ουφ τι μου θυμίζεις αυτόν τον ηλίθιο. Μετά
από δύο μέρες τον ληστέψανε στη πόλη. Παράτησε το σπίτι και ανίκανος να κάνει
οτιδήποτε άλλο τώρα έγινε ένας άστεγος λούστρος. Καλά να πάθει. Αφού δεν μπορεί
να με συντηρήσει πια, αναγκάστηκα και εγώ να τον παρατήσω. Έχω φίλους παντού
που με ενημερώνουνε και έτσι μπόρεσα και σε βρήκα. Ξέρεις κάτι σου χρωστάω… Σου
υποσχέθηκα κάποτε ότι θα σε κάνω να ψοφήσεις, γιατί η εξυπνάδα είναι η
μεγαλύτερη δύναμη…και εγώ ξέρεις τόχω αυτό…»
Σε εκείνο το σημείο εμφανίστηκε ξαφνικά μία πεινασμένη
λεοπάρδαλη. Ο σκυλάκος βλέπει δίπλα του κάτι κόκκαλα και με μία έμπνευση της
στιγμής αρχίζει να τα ροκανίζει με την πλάτη γυρισμένη στην λεοπάρδαλη. Ενώ
εκείνη τον πλησίαζε, ο σκυλάκος λέει: « Μμμμ... Πολύ νόστιμη αυτή η λεοπάρδαλη.
Αναρωτιέμαι αν υπάρχουν και άλλες εδώ τριγύρω...»
Η λεοπάρδαλη παγώνει, και εξαφανίζεται πίσω από κάτι δέντρα.
«Λίγο έλειψε να την πατήσω, αυτός ο μεγαλόσωμος σκύλος που δεν έχω ξαναδεί,
μάλλον θα μ' έτρωγε...». – «Όχι κυρία λεοπάρδαλη! Κανείς δεν μπορεί να νικήσει
εσάς, τη βασίλισσα της ζούγκλας. Ο σκύλος σας κορόιδεψε!» είπε με γαλιφιά ο
παπαγάλος που ακολούθησε τη λεοπάρδαλη.
Η λεοπάρδαλη, έξαλλη για την κοροϊδία, λέει στο παπαγάλο: «
Τι έκανε λέει; Κανείς δεν κοροϊδεύει εμένα. - Έλα, παπαγάλε. Ανέβα στη ράχη μου
να δεις από κοντά τι πρόκειται να πάθει ο σκύλος!!»
Ο σκυλάκος βλέπει
τη λεοπάρδαλη να έρχεται προς το μέρος του με τον παπαγάλο καβάλα.
Κάθεται, λοιπόν, με την πλάτη γυρισμένη στους δυο. Όταν η
λεοπάρδαλη και ο παπαγάλος έχουν πλησιάσει αρκετά, ο σκύλος λέει μεγαλοφώνως με
αγανάκτηση:
«Μα που είναι αυτός ο ρουφιάνος ο παπαγάλος; Ποτέ δεν μπορώ
να τον εμπιστευτώ! Τον έστειλα πριν από μία ώρα να μου φέρει άλλη μια
λεοπάρδαλη κι ακόμα να φανεί...»
Την επόμενη στιγμή μόνο μερικά φτερά μείναν να αιωρούνται
από το παπαγάλο. Η λεοπάρδαλη έχοντας κολατσίσει αποφάσισε να μην ρισκάρει μία
μάχη με ένα ζώο που δεν γνώριζε και έφυγε μακριά.
«Τελικά είχε δίκιο ο μακαρίτης ο παπαγάλος. Η εξυπνάδα είναι
η ανώτερη δύναμη» σκέφτηκε ο σκυλάκος ροκανίζοντας τα κόκαλα.
Βασισμένο σε: http://ianisdo.blogspot.gr (Ο σκύλος και η λεοπάρδαλη)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.