Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Είχε την ατυχή ιδέα να στείλει επιστολή
σε εφημερίδα ο γηγενής Αθηναίος Γκίκας Μπινιάρης, το 1836,
διαμαρτυρόμενος διότι η Δημοτική Αρχή αμελούσε και δεν φρόντιζε τη
γειτονιά του. Προέβαινε δε και σε απευθείας καταγγελία στο πρόσωπο του
δημάρχου Αθηναίων Ανάργυρου Πετράκη, διότι φρόντιζε να λάμπει η περιοχή
όπου βρισκόταν το σπίτι του, αλλά και άλλες γειτονιές όπου κατοικούσαν
πολιτικοί φίλοι του. Διαμένοντας στην απόμερη τότε γειτονιά των Αγίων
Ασωμάτων παραπονιόταν ότι «αι ακαθαρσίαι εμφωλεύουν εις τα μέρη μας και
καμμία φροντίς δεν λαμβάνεται» και πως ο δήμαρχος «αφού ετιμήθη με των
συμπολιτών του τας ψήφους, μήτε επάτησεν εις τα μέρη μας». Έκανε όμως
και άλλες καταγγελίες ο άμοιρος Αθηναίος για ανέγερση σπιτιών χωρίς
άδεια δείχνοντας ευθέως τον Αστυνόμο αλλά και τον Δήμαρχο.
Όχι μόνον δεν είδε καθαριότητα στη γειτονιά του, αλλά μπήκε σε αφάνταστες περιπέτειες. «Ο υπαστυνόμος Μ. Χαλκοκονδύλης επιστατών προχθές εις την κάθαρσιν των δρόμων, μ’ έκραξε και μ’ επροσκάλεσε να καθαρίσω τον δρόμον», έγραφε με παράπονο λίγες ημέρες αργότερα, αποκαλύπτοντας ότι μόλις αρνήθηκε, ο υπαστυνόμος τον έριξε στη φυλακή. Ως αιτιολογία χρησιμοποίησε μία πρόβλεψη του Νόμου που επέβαλε την αναγκαστική εργασία σε κοινωφελείς δραστηριότητες. Ο υπαστυνόμος –προφανώς εκτελώντας εντολές– ήθελε σώνει και καλά να καθαρίσει ο Μπινιάρης τους δρόμους για τους οποίους παραπονιόταν δημοσίως.
Η αντίδραση ήταν σφοδρή και σφοδρά τα πυρά που εξαπέλυσαν πολίτες και Τύπος. Περισσότερο διότι τα καμώματα της Αστυνομίας θύμιζαν τους ζαπίτες, δηλαδή τους Τούρκους που εκτελούσαν χρέη αστυνόμων στα χρόνια της σκλαβιάς. «Οι αστυνομικοί υπάλληλοι, κάθε στιγμήν ευρισκόμενοι εις συνάφειαν με τους πολίτας, έχουν χρέος να τους σέβονται», έγραφε ο Κ. Σακελλαρόπουλος, σχολιάζοντας τα παθήματα του Μπινιάρη, ο οποίος μάλλον δεν θα διαμαρτυρήθηκε ξανά για την κατάσταση των δρόμων.
Όχι μόνον δεν είδε καθαριότητα στη γειτονιά του, αλλά μπήκε σε αφάνταστες περιπέτειες. «Ο υπαστυνόμος Μ. Χαλκοκονδύλης επιστατών προχθές εις την κάθαρσιν των δρόμων, μ’ έκραξε και μ’ επροσκάλεσε να καθαρίσω τον δρόμον», έγραφε με παράπονο λίγες ημέρες αργότερα, αποκαλύπτοντας ότι μόλις αρνήθηκε, ο υπαστυνόμος τον έριξε στη φυλακή. Ως αιτιολογία χρησιμοποίησε μία πρόβλεψη του Νόμου που επέβαλε την αναγκαστική εργασία σε κοινωφελείς δραστηριότητες. Ο υπαστυνόμος –προφανώς εκτελώντας εντολές– ήθελε σώνει και καλά να καθαρίσει ο Μπινιάρης τους δρόμους για τους οποίους παραπονιόταν δημοσίως.
Η αντίδραση ήταν σφοδρή και σφοδρά τα πυρά που εξαπέλυσαν πολίτες και Τύπος. Περισσότερο διότι τα καμώματα της Αστυνομίας θύμιζαν τους ζαπίτες, δηλαδή τους Τούρκους που εκτελούσαν χρέη αστυνόμων στα χρόνια της σκλαβιάς. «Οι αστυνομικοί υπάλληλοι, κάθε στιγμήν ευρισκόμενοι εις συνάφειαν με τους πολίτας, έχουν χρέος να τους σέβονται», έγραφε ο Κ. Σακελλαρόπουλος, σχολιάζοντας τα παθήματα του Μπινιάρη, ο οποίος μάλλον δεν θα διαμαρτυρήθηκε ξανά για την κατάσταση των δρόμων.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.