Στους αρχαίους Ελληνες δεν άρεσαν τα μαλλιαρά σαν πρόβατα αιδοία.
Λάτρεις της απολλώνιας ομορφιάς, τα ήθελαν μαδημένα, ξυρισμένα, στιλπνά,
καθαρά και αστραφτερά. Τα «μαλλιαρά» ήταν ένδειξη δουλοπρέπειας, μας
πληροφορεί εξαντλημένη μελέτη από το 1963 του δόκτορος Βαλέριου Ι.
Μαρσέλλου με τίτλο: Η σεξουαλική ζωή των αρχαίων λαών (εκδ. Μαρή). Η
αρχαία ονομασία της πρακτικής; «Παρατιλμός αιδοίου»...
Εκείνο που άρεσε στους αρχαίους Ελληνες, ήταν να βλέπουν και ν' απολαμβάνουν τα ξυρισμένα ή μαδημένα αιδοία των γυναικών, καθαρά και λάμποντα, όπως το συνηθίζουν οι σύγχρονες ανατολίτισσες και μερικές της Αφρικής, γιατί οι Ελληνες θεωρούσαν πως ήταν δουλόπρεπο να έχουν οι γυναίκες τον χ ο ί ρ ο ν (το αιδοίον) σαν μαλλιαρό πρόβατο, όπως το είχαν υποχρεωτικά οι δούλες, το συμπεραίνομε δε αυτό από τους ακόλουθους στίχους του αθάνατου Αριστοφάνη που αναφέρει στους «Βατράχους», ότι οι ορχηστρίδες παρουσιάζοντο άμα χόρευαν «ηβυλλιώσαι γ' άρτι παρατετιλμέναι».
«Στο άνθος της ηλικίας των και με φρεσκομαδημένο το αιδοίον των», όπως λέει η Θεράπαινα. Επίσης στις «Εκκλησιάζουσες» η Πραξαγόρα λέει:
«Και τας γε δούλας ουχί δει κοσμουμένας
την των ελευθέρων υφαρπάζειν Κύπριν,
αλλά παρά τοις δούλοισι κοιμάσθαι μόνον,
κατωνάκην τον χοίρον αποτετιλμένας».
Δηλ. «κι οι δούλες πάλι δεν πάει να φοράν στολίδια
κι από τις ελεύθερες εμάς να κλέβουν τις ηδονές,
μα θα κοιμώνται μόνον με τους δούλους
μαδώντας το γουρουνάκι τους για μια παλιοπροβιά».
(Αριστοφάνους, Εκκλησιάζουσαι, στ. 721)
Το ίδιο στην «Ειρήνη» στ. 1351 λέει:
«Του μεν μέγα και παχύ, της δ' ηδύ το σύκον».
(αυτουνού είναι μεγάλο και χοντρό (το πέος) κεινής δε γλυκό το σύκο (αιδοίο).
Και στους «Αχαρνής», στ. 781:
Μ. «αύτα εστί χοίρος;»
Δ. «νυν γε χοίρος φαίνεται• ατάρ εκτραφείς γε κύσθος έσται».
( Μ. «αυτά είναι χοίρος;»
Δ. «τώρα τουλάχιστον χοίρος (μικρό αιδοίο) φαίνεται•
όμως όταν μεγαλώσει θα γίνει αιδοίον κανονικό).
Και στο στίχο 791:
«Αίκα δε παχυνθή καναχνοασθή τριχί,
κάλλιστος έσται χοίρος Αφροδίτη θύειν»
(εάν όμως παχύνει και γεμίσει τρίχες
θαυμάσιο αιδοίο θα γίνει για να θυσιάζει στην Αφροδίτη).
Γεμάτους χάρη κι εξυπνάδα βρίσκομε στη Λυσιστράτη και πάλιν του Αριστοφάνη τους παρακάτω στίχους, στους οποίους χρησιμοποιεί τη λέξη υν αντί γουρούνι – χοίρος, όταν μαλώνουν οι άντρες με τις γυναίκες λέγοντας:
«Ει νη τω θεώ με ζωπυρήσεις
Λύσω την εμαυτής υν εγώ δη και ποιήσω
Τήμερον τους δημότας βωστρείν σ' εγώ πεκτούμενον».
Εάν μα τη θεά μ' εξερεθίσεις
θα λύσω τον χοίρο μου (θα βγάλω έξω το αιδοίον μου
και κυνηγώντας σε θα σε κάνω να φωνάζεις στους δημότες βοήθεια).
(Αριστοφάνους, Λυσιστράτη, στ. 682)
Ο Φερεκράτης πάλι χρησιμοποίησε αντί αιδοίον τη λέξη ρ ό δ ο ν:
«Κόραι αρτίως ηβυλλιώσαι και τα ρόδα κεκαρμέναι».
(Κόρες μόλις στο άνθος της ηλικίας τους που είχαν κουρεμένα τα αιδοία τους).
Ο αθάνατος πατέρας της Ιατρικής Ιπποκράτης μεταχειρίσθηκε την λέξη φ ύ σ ι ν που χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα:
«Ων αι μήτραι προΐωσιν εξωτέρω της φύσιος».
(Αν η μήτρα προπέσει και βγει έξω από το αιδοίον)
(Ιπποκράτους, Αφορισμοί § 27, σελ. 643)
Ο Λουκιανός περιγράφοντας πώς πιάστηκε επ' αυτοφώρω ένας μοιχός λέει:
«Και μοιχός εάλω ποτέ, ως ο Άξων φησίν, άρθρα εν άρθροις έχων».
(Κάποτε πιάστηκε ένας μοιχός, που είχε τα αιδοία του μέσα στα αιδοία της γυναίκας).
Ο Αθήναιος χρησιμοποίησε τη λέξη κ ο ί λ ο ν Ά ρ γ ο ς αντί αιδοίον:
«Η δ' είπε• μήτερ, πώς, έφη, μέλλω φιλείν τον μηδέν ωφέλημα, τον υπό τας στέγας το κοίλον Άργος θέλοντ' έχειν;»
(Η κόρη είπε, πώς καλέ μητέρα θ' αγαπήσω αυτόν, από τον οποίον δεν έχω καμμιά ωφέλεια, που κάτω από τη στέγη μας θέλει να' χει δωρεάν το αιδοίο μου;)
(Αθήναιος, Βιβλ. ΙΓ΄, 582 α΄)
Μεταγενέστερα στους Μαγικούς Παπύρους αναφέρεται:
«Ορκίζω σε, νεκύδαιμον, – ίνα μοι άξης την δείνα και κεφαλήν κεφαλή κολλήση και χείλεα χείλεσι συνάψη και γαστέρα γαστρί κολλήση και μηρόν μηρώ πελάση και το μ έ λ α ν τω μ έ λ α ν ι (το μαυρότριχον αιδοίον συναρμόσει με το μαυρότριχο ανδρικό) και τα αφροδισιακά εαυτής εκτελέση μετ' εμού».
Ο της Κωνσταντινουπόλεως Πατριάρχης Φώτιος, σε διάφορα μέρη του Λεξικού του, πριν την άλωση, αναφέροντας για τα γεννητικά όργανα, λέει:
«Σ ά ρ α β ο ν• το γυναικείο οι κωμικοί το ονομάζουν και σ ά κ α ν και σ ά β υ τ τ ο ν και σ έ λ ι ν ο και τ α ύ ρ ο και έτερα πολλά».
(Ευίου Ληναίου, Απόρρητα, Θεσσαλονίκη, 1935)
Αλλά και ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ευστάθιος, σε μερικά μέρη των «Εις Όμηρον Παρεκβολών», γράφει τα ακόλουθα:
«Ότι δε πολυώνυμον (ον) το γυναικείον αιδοίον, ά μ β ω ν τε γαρ λέγεται και
χ ο ί ρ ο ς και ε σ χ ά ρ α και δ έ λ τ α, το αυτό και κ έ λ η ς κλπ.»
ΟΝΟΜΑΣΙΑΙ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΥ ΑΙΔΟΙΟΥ
Παραθέτομεν για τον περίεργον πλούτον των ονομασιών, τα πιο κάτω:
1) Αγγείον
2) Αηδονιεύς
3) Αιδοίον
4) Αιδώς
5) Αισχύνη
6) Άμβων
7) Αναγκαίον
Απόκρυφον
9) Απόρρητα
10) Άρθρα
11) Ασχημοσύνη
12) Βασιλείδης
13) Βληχώ
14) Βύττος
15) Γείτον
16) Γέρρα
17) Γίγαρτον
18) Γυία
19) Δέλτα
20) Δελφάκιον
21) Δορίαλλος
22) Επίσειον
23) Εσχάρα
24) Ευδίαιον
25) Εύστρα
26) Ηδονοθήκη
27) Ίακχος
28) Ιπποκλείδης
29) Κέλης
30) Κένταυρος
31) Κήπος
32) Κοίλον Άργος
33) Κόκκος
34) Κολεός
35) Κτεις
36) Κύνειρα
37) Κύσθος
38) Κυσολαμπίς
39) Κυσός
40) Κύων
41) Λάκκος
42) Λειμών
43) Μέλαθρον
44) Μέλαν
45) Μισγκάγκειον
46) Μόριον
47) Μύρτον
48) Μύσχος
49) Μύτος
50) Νάπος
51) Οστάνιον
52) Πεδίον
53) Πελλάνα
54) Πράγμα
55) Ρόδον
56) Ροδωνιά
57) Σάβυττος
58) Σαβαρίχη
59) Σάκανδρος
60) Σάκας
61) Σάκος
62) Σαλάμβη
63) Σάραβος
64) Σάρων
65) Σέλινον
66) Σκάφιον
67) Σύκον
68) Ταύρον
69) Τιτίς
70) Τρήμα
71) Τρυβλίον
72) Τρυμαλίη
73) Τρύπημα
74) Υς
75) Ύσσακος
76) Ύσσαξ
77) Φορμίσιος
78) Φύσις
79) Χοιρίλος
80) Χοιρίον
81) Χοίρος
82) Ψίμαρον
Και τα νεώτερα:
Α χ ι ν ό ς, α χ α ΐ ρ ε υ τ ο (Καρύστου), α μ ε λ έ τ η τ ο, ο π ω ρ ι κ ό (Λευκάδος),
ν ε ρ ό μ υ λ ο ς, π ο υ λ ί, π ο υ λ ά κ ι, π ο υ τ ί, π ρ ά μ α, ρ η μ α δ ι α κ ό,
σ χ ι σ τ ό και το ηπειρώτικο κ λ ε ι δ ω ν ι ά.
Στη συλλογή Αραβαστινού (σελ. 223, 373) υπάρχει το παραστατικώτατο δημοτικό αλληγορικό τραγούδι για την κλειδωνιά:
Απόψε κυρά νύφη
Θα παίξη ο μάνταλος
Τα δυο κουπιά του Μπάρκα
Και ο παρασάνταλος
Απόψε κυρά Νύφη
Της πεθεράς σου ο γιος
Θα μπη ξεσπαθωμένος
Σαν φίλος σαν οχτρός
Απόψε η κλειδωνιά σου
Με μια θα τσακιστεί
Και η πόρτα της αυλής σου
Θα στέκετ' ανοιχτή.
Ο Κουκουλές επίσης αναφέρει ότι οι Πόντιοι και σήμερα εξακολουθούν να ονομάζουν το αιδοίον της γυναίκας γ ε ί τ ο ν.
iefimerida.gr
Εκείνο που άρεσε στους αρχαίους Ελληνες, ήταν να βλέπουν και ν' απολαμβάνουν τα ξυρισμένα ή μαδημένα αιδοία των γυναικών, καθαρά και λάμποντα, όπως το συνηθίζουν οι σύγχρονες ανατολίτισσες και μερικές της Αφρικής, γιατί οι Ελληνες θεωρούσαν πως ήταν δουλόπρεπο να έχουν οι γυναίκες τον χ ο ί ρ ο ν (το αιδοίον) σαν μαλλιαρό πρόβατο, όπως το είχαν υποχρεωτικά οι δούλες, το συμπεραίνομε δε αυτό από τους ακόλουθους στίχους του αθάνατου Αριστοφάνη που αναφέρει στους «Βατράχους», ότι οι ορχηστρίδες παρουσιάζοντο άμα χόρευαν «ηβυλλιώσαι γ' άρτι παρατετιλμέναι».
«Στο άνθος της ηλικίας των και με φρεσκομαδημένο το αιδοίον των», όπως λέει η Θεράπαινα. Επίσης στις «Εκκλησιάζουσες» η Πραξαγόρα λέει:
«Και τας γε δούλας ουχί δει κοσμουμένας
την των ελευθέρων υφαρπάζειν Κύπριν,
αλλά παρά τοις δούλοισι κοιμάσθαι μόνον,
κατωνάκην τον χοίρον αποτετιλμένας».
Δηλ. «κι οι δούλες πάλι δεν πάει να φοράν στολίδια
κι από τις ελεύθερες εμάς να κλέβουν τις ηδονές,
μα θα κοιμώνται μόνον με τους δούλους
μαδώντας το γουρουνάκι τους για μια παλιοπροβιά».
(Αριστοφάνους, Εκκλησιάζουσαι, στ. 721)
Το ίδιο στην «Ειρήνη» στ. 1351 λέει:
«Του μεν μέγα και παχύ, της δ' ηδύ το σύκον».
(αυτουνού είναι μεγάλο και χοντρό (το πέος) κεινής δε γλυκό το σύκο (αιδοίο).
Και στους «Αχαρνής», στ. 781:
Μ. «αύτα εστί χοίρος;»
Δ. «νυν γε χοίρος φαίνεται• ατάρ εκτραφείς γε κύσθος έσται».
( Μ. «αυτά είναι χοίρος;»
Δ. «τώρα τουλάχιστον χοίρος (μικρό αιδοίο) φαίνεται•
όμως όταν μεγαλώσει θα γίνει αιδοίον κανονικό).
Και στο στίχο 791:
«Αίκα δε παχυνθή καναχνοασθή τριχί,
κάλλιστος έσται χοίρος Αφροδίτη θύειν»
(εάν όμως παχύνει και γεμίσει τρίχες
θαυμάσιο αιδοίο θα γίνει για να θυσιάζει στην Αφροδίτη).
Γεμάτους χάρη κι εξυπνάδα βρίσκομε στη Λυσιστράτη και πάλιν του Αριστοφάνη τους παρακάτω στίχους, στους οποίους χρησιμοποιεί τη λέξη υν αντί γουρούνι – χοίρος, όταν μαλώνουν οι άντρες με τις γυναίκες λέγοντας:
«Ει νη τω θεώ με ζωπυρήσεις
Λύσω την εμαυτής υν εγώ δη και ποιήσω
Τήμερον τους δημότας βωστρείν σ' εγώ πεκτούμενον».
Εάν μα τη θεά μ' εξερεθίσεις
θα λύσω τον χοίρο μου (θα βγάλω έξω το αιδοίον μου
και κυνηγώντας σε θα σε κάνω να φωνάζεις στους δημότες βοήθεια).
(Αριστοφάνους, Λυσιστράτη, στ. 682)
Ο Φερεκράτης πάλι χρησιμοποίησε αντί αιδοίον τη λέξη ρ ό δ ο ν:
«Κόραι αρτίως ηβυλλιώσαι και τα ρόδα κεκαρμέναι».
(Κόρες μόλις στο άνθος της ηλικίας τους που είχαν κουρεμένα τα αιδοία τους).
Ο αθάνατος πατέρας της Ιατρικής Ιπποκράτης μεταχειρίσθηκε την λέξη φ ύ σ ι ν που χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα:
«Ων αι μήτραι προΐωσιν εξωτέρω της φύσιος».
(Αν η μήτρα προπέσει και βγει έξω από το αιδοίον)
(Ιπποκράτους, Αφορισμοί § 27, σελ. 643)
Ο Λουκιανός περιγράφοντας πώς πιάστηκε επ' αυτοφώρω ένας μοιχός λέει:
«Και μοιχός εάλω ποτέ, ως ο Άξων φησίν, άρθρα εν άρθροις έχων».
(Κάποτε πιάστηκε ένας μοιχός, που είχε τα αιδοία του μέσα στα αιδοία της γυναίκας).
Ο Αθήναιος χρησιμοποίησε τη λέξη κ ο ί λ ο ν Ά ρ γ ο ς αντί αιδοίον:
«Η δ' είπε• μήτερ, πώς, έφη, μέλλω φιλείν τον μηδέν ωφέλημα, τον υπό τας στέγας το κοίλον Άργος θέλοντ' έχειν;»
(Η κόρη είπε, πώς καλέ μητέρα θ' αγαπήσω αυτόν, από τον οποίον δεν έχω καμμιά ωφέλεια, που κάτω από τη στέγη μας θέλει να' χει δωρεάν το αιδοίο μου;)
(Αθήναιος, Βιβλ. ΙΓ΄, 582 α΄)
Μεταγενέστερα στους Μαγικούς Παπύρους αναφέρεται:
«Ορκίζω σε, νεκύδαιμον, – ίνα μοι άξης την δείνα και κεφαλήν κεφαλή κολλήση και χείλεα χείλεσι συνάψη και γαστέρα γαστρί κολλήση και μηρόν μηρώ πελάση και το μ έ λ α ν τω μ έ λ α ν ι (το μαυρότριχον αιδοίον συναρμόσει με το μαυρότριχο ανδρικό) και τα αφροδισιακά εαυτής εκτελέση μετ' εμού».
Ο της Κωνσταντινουπόλεως Πατριάρχης Φώτιος, σε διάφορα μέρη του Λεξικού του, πριν την άλωση, αναφέροντας για τα γεννητικά όργανα, λέει:
«Σ ά ρ α β ο ν• το γυναικείο οι κωμικοί το ονομάζουν και σ ά κ α ν και σ ά β υ τ τ ο ν και σ έ λ ι ν ο και τ α ύ ρ ο και έτερα πολλά».
(Ευίου Ληναίου, Απόρρητα, Θεσσαλονίκη, 1935)
Αλλά και ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ευστάθιος, σε μερικά μέρη των «Εις Όμηρον Παρεκβολών», γράφει τα ακόλουθα:
«Ότι δε πολυώνυμον (ον) το γυναικείον αιδοίον, ά μ β ω ν τε γαρ λέγεται και
χ ο ί ρ ο ς και ε σ χ ά ρ α και δ έ λ τ α, το αυτό και κ έ λ η ς κλπ.»
ΟΝΟΜΑΣΙΑΙ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΥ ΑΙΔΟΙΟΥ
Παραθέτομεν για τον περίεργον πλούτον των ονομασιών, τα πιο κάτω:
1) Αγγείον
2) Αηδονιεύς
3) Αιδοίον
4) Αιδώς
5) Αισχύνη
6) Άμβων
7) Αναγκαίον
Απόκρυφον
9) Απόρρητα
10) Άρθρα
11) Ασχημοσύνη
12) Βασιλείδης
13) Βληχώ
14) Βύττος
15) Γείτον
16) Γέρρα
17) Γίγαρτον
18) Γυία
19) Δέλτα
20) Δελφάκιον
21) Δορίαλλος
22) Επίσειον
23) Εσχάρα
24) Ευδίαιον
25) Εύστρα
26) Ηδονοθήκη
27) Ίακχος
28) Ιπποκλείδης
29) Κέλης
30) Κένταυρος
31) Κήπος
32) Κοίλον Άργος
33) Κόκκος
34) Κολεός
35) Κτεις
36) Κύνειρα
37) Κύσθος
38) Κυσολαμπίς
39) Κυσός
40) Κύων
41) Λάκκος
42) Λειμών
43) Μέλαθρον
44) Μέλαν
45) Μισγκάγκειον
46) Μόριον
47) Μύρτον
48) Μύσχος
49) Μύτος
50) Νάπος
51) Οστάνιον
52) Πεδίον
53) Πελλάνα
54) Πράγμα
55) Ρόδον
56) Ροδωνιά
57) Σάβυττος
58) Σαβαρίχη
59) Σάκανδρος
60) Σάκας
61) Σάκος
62) Σαλάμβη
63) Σάραβος
64) Σάρων
65) Σέλινον
66) Σκάφιον
67) Σύκον
68) Ταύρον
69) Τιτίς
70) Τρήμα
71) Τρυβλίον
72) Τρυμαλίη
73) Τρύπημα
74) Υς
75) Ύσσακος
76) Ύσσαξ
77) Φορμίσιος
78) Φύσις
79) Χοιρίλος
80) Χοιρίον
81) Χοίρος
82) Ψίμαρον
Και τα νεώτερα:
Α χ ι ν ό ς, α χ α ΐ ρ ε υ τ ο (Καρύστου), α μ ε λ έ τ η τ ο, ο π ω ρ ι κ ό (Λευκάδος),
ν ε ρ ό μ υ λ ο ς, π ο υ λ ί, π ο υ λ ά κ ι, π ο υ τ ί, π ρ ά μ α, ρ η μ α δ ι α κ ό,
σ χ ι σ τ ό και το ηπειρώτικο κ λ ε ι δ ω ν ι ά.
Στη συλλογή Αραβαστινού (σελ. 223, 373) υπάρχει το παραστατικώτατο δημοτικό αλληγορικό τραγούδι για την κλειδωνιά:
Απόψε κυρά νύφη
Θα παίξη ο μάνταλος
Τα δυο κουπιά του Μπάρκα
Και ο παρασάνταλος
Απόψε κυρά Νύφη
Της πεθεράς σου ο γιος
Θα μπη ξεσπαθωμένος
Σαν φίλος σαν οχτρός
Απόψε η κλειδωνιά σου
Με μια θα τσακιστεί
Και η πόρτα της αυλής σου
Θα στέκετ' ανοιχτή.
Ο Κουκουλές επίσης αναφέρει ότι οι Πόντιοι και σήμερα εξακολουθούν να ονομάζουν το αιδοίον της γυναίκας γ ε ί τ ο ν.
iefimerida.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.