Στη δραματική ταινία «Όλγα αγάπη μου»
του Γιάννη Δαλιανίδη, παραγωγής 1968, με τη Ζωή Λάσκαρη και τον Φαίδωνα
Γεωργίτση, οι νεότεροι μερακλώνουν γιατί ακούν το τραγούδι «Τι σου “κανα
και πίνεις» στην αυθεντική του εκτέλεση με την Πόλυ Πάνου.
Και οι παλαιότεροι νοσταλγούν γιατί μία
χαρακτηριστική σκηνή της παραπέμπει σε μια εποχή αθωότητας που δεν θα
ξαναζήσουμε. Μια εποχή που είχαμε, ως Έλληνες, ελάχιστα χρήματα για να
τροφοδοτήσουμε τον ευδαιμονισμό μας – όπως άλλωστε και σήμερα – αλλά
εξαιρετικά ανεπτυγμένο τον πολιτισμό της ανέχειάς μας. Αυτόν που έχουμε
πλέον προ πολλού απεμπολήσει εξού και η ανέχεια προκαλεί μιζέρια.
Στη συγκεκριμένη σκηνή λοιπόν η
πρωταγωνίστρια, παραμονή Πρωτοχρονιάς, περιμένει τον άντρα της που έχει
ξεχαστεί σε μια ταβέρνα χαρτοπαίζοντας. Μοναδική παρέα της το ραδιόφωνο,
το οποίο μεταδίδει κλασική μουσική. Κάποια στιγμή η μουσική χαμηλώνει
και η επίσημη φωνή του εκφωνητή αρχίζει την αντίστροφη μέτρηση από το
δέκα. «…τρία, δύο, ένα, κυρίες και κύριοι, ευτυχές το νέον έτος».
«Πρωτοχρονιές γιορτές του χρόνου,
Πρωτοχρονιές του ραδιοφώνου», που λέει και ο Σαββόπουλος σε ένα από τα
τραγούδια του που μοιάζει με μακροβούτι στις ζωές μας.
Νύχτα ραδιοφώνου. Από
τις αρχές της δεκαετίας του 1950, από τότε δηλαδή που το ραδιόφωνο έγινε
προσιτή συσκευή, τα ερτζιανά σηματοδοτούσαν την επίσημη αλλαγή του
χρόνου. Τόσο στα μεγαλοαστικά διαμερίσματα του Κολωνακίου, όπου
ρεβεγιονάριζε η τότε χάι σοσάιετι, όσο και στις φτωχοσυνοικίες όπου όλη η
γειτονιά μαζευόταν γύρω από το μοναδικό ραδιόφωνο. Γιατί πλούσιοι και
φτωχοί στα σπίτια τους έκαναν αλλαγή της χρονιάς. Ρεβεγιόν σε κέντρο; Α
πα πα πά! Εντελώς μπανάλ για τους έχοντες και τους κατέχοντες, εντελώς
απρόσιτο για τους μη έχοντες. Ας πάμε ξανά στον παλιό ελληνικό
κινηματογράφο.
Μόνο στα «Κόκκινα φανάρια» του 1963 (και
σε όσα αυτά συνεπάγονταν) το γλεντάνε παραμονιάτικα σε «μαγαζιά με
πρόγραμμα». Ραδιόφωνο λοιπόν με κλασική μουσική το τελευταίο ημίωρο πριν
από την αλλαγή του χρόνου, για να τονίσει την επισημότητα της βραδιάς.
Γιατί οι πλούσιοι ντύνονταν επίσημα, ενώ οι φτωχοί έτρωγαν επίσημα.
Εξωμες τουαλέτες οι μεν, γιουβέτσι οι δε. Η γαλοπούλα, αν και φθηνότερο
κρέας, ως εκ του εξωτερικού προερχόμενο γαστρονομικό έθιμο εθεωρείτο
αριστοκρατικό φαγητό. Εκείνα τα χρόνια της εθνικής μας εσωστρέφειας δεν
ήταν μόνο η τιμή που καθόριζε την πολυτέλεια, αλλά και αυτό που μπορούσε
να θεωρηθεί τεκμήριο αναβαθμισμένης διαβίωσης.
Βέβαια, οι Πρωτοχρονιές του ραδιοφώνου
δεν είχαν μόνο κλασικό ρεπερτόριο. Απ” όλα είχαν! Μουσικά προγράμματα,
δραματοποιημένα στιγμιότυπα και σκετσάκια γραμμένα από σπουδαίους
θεατρικούς συγγραφείς όπως ο Πρετεντέρης και ο Σακελλάριος. Αυτά
μεταφέρθηκαν αργότερα στην τηλεόραση, απογειώθηκαν ως υπερπαραγωγές τη
δεκαετία του 1990 και στις αρχές του 2000 και θεωρούνται περασμένα και
κατά κανόνα κιτσάτα μεγαλεία σήμερα.
Εκεί, προς τα μέσα της δεκαετίας του
1950, πρώτα οι Αθηναίοι και σιγά σιγά και οι κάτοικοι των άλλων μεγάλων
πόλεων άρχισαν να βλέπουν έκθαμβοι αυτό που σήμερα θεωρείται αυτονόητο.
Τον στολισμό των δρόμων από τον δήμο. Λαμπιόνια στα δένδρα, φωτεινές
γιρλάντες από πεζοδρόμιο σε πεζοδρόμιο ή φωτεινές επιγραφές που ευχόταν
«Υγιές και ευτυχές το 1959». Επίφαση γιορταστικής ατμόσφαιρας που
επέτρεπε σε μια ευρωπαϊκή επαρχία να μεταμφιέζεται σε πρωτεύουσα. Η
μεγάλη πρωτοχρονιάτικη ατραξιόν των αθηναϊκών δρόμων, όμως, ήταν οι
τροχονόμοι. Ένα αστικό έθιμο που επιβίωσε πάνω από μία 25ετία (περίπου
από τα τέλη του ’40 μέχρι και τα μέσα του ’70) έκανε τις μεγάλες
ελληνικές βιομηχανίες, κάποιους εύπορους πολίτες και στα χρόνια της
χούντας, για επικοινωνιακούς λόγους, μέχρι και τον δικτάτορα Παπαδόπουλο
να εναποθέτουν στη βάση του υπερυψωμένου κυκλικού βάθρου από το οποίο ο
τροχονόμος ρύθμιζε την κυκλοφορία στις διασταυρώσεις, πακέτα με δώρα
που προορίζονταν για τους άνδρες της Τροχαίας. Κάθε χρόνο και
περισσότερα πακέτα, μέχρι που έφταναν έως το ύψος των τροχονόμων,
εμποδίζοντάς τους πιθανόν να κάνουν τη δουλειά τους. Αλλά το έθιμο έγινε
μόδα και για τους ξένους επισκέπτες της πόλης, χάπενινγκ ανάλογο της
αλλαγής της Προεδρικής Φρουράς. Και για ευνόητους λόγους, εκεί όπου τα
πακέτα ξεπερνούσαν το ύψος του τροχονόμου ήταν στην Κηφισιά.
Ζητείται ελπίς. Τα
Χριστούγεννα γιορτάζουμε, την Πρωτοχρονιά ελπίζουμε! Φανταστείτε λοιπόν
τις πρωτοχρονιάτικες ελπίδες των ανθρώπων αμέσως μετά τον Πόλεμο. Τότε
που εκδόθηκε πρώτη φορά το Λαχείο Συντακτών ύστερα από σχετική άδεια που
δόθηκε στην ΕΣΗΕΑ ώστε να ενισχυθούν τα ταμεία ασφάλισης των
δημοσιογράφων. Κληρωνόταν την Πρωτοχρονιά και ο πρώτος αριθμός κέρδιζε
μια ολόκληρη πολυκατοικία.
Η αστυφιλία είχε αρχίσει να αναπτύσσεται
και όταν λίγα χρόνια αργότερα κορυφώθηκε, η στέγη ήταν το μεγάλο
πρόβλημα τον Νεοαθηναίων. Και τι πιο δελεαστικό εκείνη την εποχή από
ιδιόκτητη πολυκατοικία, που εξασφάλιζε και τον τίτλο του εισοδηματία;
Οι δεύτεροι λαχνοί κέρδιζαν διαμέρισμα.
Στη μεσοαστική Κυψέλη και στα ανερχόμενα Πατήσια μάλιστα. Διαμέρισμα
«πέντε κυρίων δωματίων, με προχώλλ, χωλλ, μεγάλην κουζίνα, οφφίς,
δωμάτιον υπηρεσίας με WC, πλήρες λουτρόν, δρύινα πατώματα, ασανσέρ και
κεντρική θέρμανση», όπως το διαφήμιζαν τότε. «Αυτό το σπίτι ποιος θα το
πάρει;», ξελαρυγγιαζόταν ο λαχειοπώλης στους δρόμους.
Όπως Αμερική …Και τα χρόνια περνούσαν
και οι Έλληνες αλλάζαμε συνήθειες, άλλαζαν και οι Πρωτοχρονιές μας.
«Μετά μας πήγε αριστερά το περιβόλι κι η χαρά», στα χρόνια της
μεταπολίτευσης λέγαμε το «Καλή χρονιά» στα «Αντάρτικα» του Τζαβέλλα.
Μετά μας παρέσυρε η απατηλή λάμψη της ματαιοδοξίας και του λάιφ στάιλ
και θέλαμε τα μεγάλα πάρτι, οι συνοικίες της Αθήνας γέμισαν με μαγαζιά
εποχικών ειδών και αρχίσαμε να στολίζουμε τα δένδρα αμέσως μετά την 28η
Οκτωβρίου.
Ύστερα γίναμε Νεοϋορκέζοι και κάναμε τη
δική μας Τάιμς Σκουέρ στην Πλατεία Συντάγματος – έθιμο που φούσκωσε και
ξεφούσκωσε μέσα σε μία 12ετία ώστε σήμερα να κατεβαίνουν μόνο κάποιοι
μετανάστες – αποκτήσαμε το μεγαλύτερο δένδρο της Ευρώπης, το κάψαμε, το
στολίσαμε με σκουπίδια και σήμερα, μπορεί να μην έχουμε μαντίλι να
κλάψουμε, έχουμε όμως παγοδρόμια για τις γιορτές. Ροκφέλερ Σέντερ στην
Κωνσταντινουπόλεως, στη Δάφνη και αλλού…
Άλλαξαν πολλά και οι αλλαγές μπορεί να
ποτίζουν τη νοσταλγία, αλλά είναι καλύτερες από τη στασιμότητα. Μόνο
που, να, σαν να μην υπάρχει πια αυτή η πρωτοχρονιάτικη προσμονή ότι
μπορεί και να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι. Όπως ο πλούσιος και κακός
Ορέστης Μακρής το 1955 στην «Κάλπικη λίρα» του Γιώργου Τζαβέλλα, που το
θαύμα της Πρωτοχρονιάς τον μεταμορφώνει και δέχεται ως αληθινό το
κάλπικο νόμισμα της Φανίτσας ώστε να μπορέσει το ορφανό να αγοράσει
κρέας για την άρρωστη μητέρα του…
Όχι μελαγχολίες τέτοιες μέρες όμως! Τι
λέει άλλωστε ο Σαββόπουλος; «Τώρα τι κλαις και τι γκρινιάζεις,
Πρωτοχρονιά είναι και γιορτάζεις, τη λίγη πίστη του ενηλίκου, στην
παιδική ανατολή του».
Άντε και καλή χρονιά!
TA NEA (Πέπη Ραγκούση)
antikleidi.com
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.