Μια φορά και έναν καιρό ήταν η Μάνα–Θάλασσα. Πριν καν ενοποιηθούν οι χερσόνησοι και σχηματιστεί το στέρεο έδαφος της Γης. Μέσα από τα άγρια κύματά της, στο κέντρο του Πυρήνα της, υπήρχαν δύο ψηλόλιγνοι βράχοι. Έβγαιναν από τα έγκατα της σαν είσοδος. Είσοδος στο πριν και το μετά. Κανένα ψάρι,
καμιά ζωή δεν τολμούσε να περάσει από κει μέσα.
Ο Μύθος έλεγε ότι ανάμεσα σε αυτούς τους ετοιμόρροπους βράχους κατοικούσε το Θηρίο. Η Φωτιά. Η φωτιά που στο πέρασμά της όλα καιγόντουσαν. Γινόταν στάχτη κάθε θηλαστικό, η όποια βλάστηση του ωκεανού. Καμιά ζωή δεν υπήρχε ανάμεσα στους δύο βράχους. Η διαφορά ήταν ότι μόνο σε αυτό το σημείο της απεραντοσύνης της Θάλασσας, μπορούσε να φανεί το Τέρμα της. Να διακριθεί έστω και το πρώτο στέρεο έδαφος της γης.
Μια μέρα, ένας από τους μικρούς πιθηκανθρώπους που ζούσαν μακριά, πολύ μακριά από εκείνο το σημείο, αποφάσισε να κολυμπήσει. Ο νους του δεν ήταν ακόμη τόσο μεγάλος και ικανός για να τον αποτρέψει από τον επικείμενο κίνδυνο. Ακόμη δεν μιλούσε για να συμβουλευτεί τους λιγοστούς του ομοειδής. Στην ουσία, ήθελε απλά να δροσιστεί. Έτσι, χωρίς να ξέρει που πηγαίνει, άρχισε να κολυμπά. Και συνέχισε να κολυμπά. Ασταμάτητα..
Μετά από πάρα πολύ καιρό και δίχως να γνωρίζει ούτε καν την εξάντληση που είχε επέλθει στο σώμα του, το κεφάλι του προσέκρουσε σ΄ένα εμπόδιο. Στον έναν από τους δύο ψηλόλιγνους βράχους.
Ενστικτωδώς, γραπώθηκε από αυτόν και έκανε αυτό που ήξερε πολύ καλά να κάνει. Άρχισε αναρριχάται! Κατάφερε να φτάσει στο τέρμα του. Εκεί πάνω, υπήρχε ένα βλαστώδες σκοινί, που ένωνε τους δύο βράχους Για μια ακόμη φορά ενστικτωδώς ο πιθηκάνθρωπος άρχισε να κρεμιέται από αυτό. Οι φλόγες όμως άρχισαν να τον τσουρουφλίζουν. Χωρίς να ξέρει γιατί, ισορρόπησε στο σκοινί με τα δυο του πόδια. Η ισορροπία του όμως δεν ήταν καλή. Ήξερε μόνο με τα τέσσερα να πατά γερά στο έδαφος. Το σκοινί δεν μπορούσε να αντέξει το βάρος του. Τα βράχια έτσι λεπτά που ήταν, άρχισαν και αυτά να σείονται από την ταλάντωση του σκοινιού, μιας και τα θεμέλιά τους ήταν σαθρά. Η άσβεστη φωτιά σιγά – σιγά ολοένα και τα έλιωνε.
Ο πιθηκάνθρωπος για πρώτη φορά κοίταξε πίσω του. Από εκεί που είχε ξεκινήσει το άγνωστο ταξίδι του. Αγνάντεψε το σπίτι του και συνειδητοποίησε με καθαρότητα πια το τόλμημα του. Το ταξίδι του στην ουσία δεν είχε Στόχο! Ήταν τόσο μακριά από τον τόπο του και την ασφάλειά του, που ένιωσε πανικό και νοσταλγία συνάμα.
Ολομόναχος εκεί πάνω δεν μπορούσε καν να φωνάξει για βοήθεια. Ήταν μάταιο. Κανείς δεν θα τον άκουγε. Το Τέλος του ερχόταν. Αν έκανε ένα ακόμη βήμα, το σκοινί θα έσπαζε και θα έπεφτε μέσα στην Φωτιά. Κοιτώντας και ατενίζοντας το Πριν, έκλεισε τα μάτια του και είπε στον εαυτό του : «Δεν μπορώ να κάνω τίποτα πια. Είμαι έρμαιο της Φύσης. Ίσως και να μην έπρεπε να φύγω. Όμως, κοίτα τι όμορφη που φαντάζει η Ζωή μου από εδώ πάνω.. αυτό δεν το είχα ξαναδεί!»
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.