Σπυρίδων Μ.
Η γενική εικόνα της Ευρώπης από τον 4ο έως τον 7ο αιώνα μ.Χ. Αιτίες, διαδικασία μετάβασης από την Ευρώπη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορ ίας στην Ευρώπη των βαρβαρικών βασιλείων και το αποτέλεσμα .
Εισαγωγή
Στην Ευρώπη, από τον 4ο έως τον 7ο αιώνα μ.Χ παρατηρείται μεγάλη αναστάτωση. Μετακινήσεις πληθυσμών, πολεμικές συγκρούσεις, πολιτική αβεβαιότητα, οικονομική και κοινωνική αναδιάρθρωση, καθώς και πολιτισμικές μεταβολές, χαρακτηρίζουν την εποχή και σηματοδοτούν το πέρασμα από την Ύστερη Αρχαιότητα στον Πρώιμο Μεσαίωνα.[1] Από τον 4ο αιώνα λαοί που ζούσαν κατά κύριο λόγο πέρα από τα βόρεια σύνορα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, κάνουν αισθητή την παρουσία τους στην γηραιά ήπειρο, μετακινούμενοι με βίαιο η ειρηνικό τρόπο, καταστρέφοντας και δημιουργώντας στο πέρασμα τους Βασίλεια, λεηλατώντας τη Ρώμη και παίρνοντας υπό τον έλεγχο τους το Δυτικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.[2] Κατά την περίοδο αυτή δημιουργείτε ένα νέο πληθυσμιακό μίγμα, αποτελούμενο από εκβαρβαρισμένους πρώην Ρωμαίους και εκρωμαϊσμένους πρώην βάρβαρους. Η Χριστιανική θρησκεία διαδίδεται στον ειδωλολατρικό κόσμο και αποτελεί τον συνεκτικό ιστό αυτού του μίγματος. Και ενώ στην Δύση τα Γερμανικά φύλλα σταθεροποιούσαν της κατακτήσεις τους, στην Ανατολή η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διατηρούσε και ενίσχυε την κυριαρχία της.[3]
Αιτίες μετάβασης από την Ευρώπη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην Ευρώπη των βαρβαρικών βασιλείων
1.Σημάδια παρακμής και αποσύνθεσης που υπονόμευσαν την ενότητα του Ρωμαϊκού κράτους, διακρίνονται ήδη από τον 3ο αιώνα. Οι εμφύλιες συγκρούσεις για την διεκδίκηση του αυτοκρατορικού θρόνου, η μείωση των εσόδων από την φορολογία, η διαφθορά των αξιωματούχων και η αδυναμία κάλυψης των στρατιωτικών αναγκών από Ρωμαίους πολίτες, είχε σαν αποτέλεσμα την συμμετοχή «βαρβάρων» στο στράτευμα οι οποίοι υπέσκαψαν ανεπανόρθωτα την ενότητα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.[4] Λόγω στρατιωτικής αδυναμίας της Ρώμης, στρατεύματα εισβολέων, αναγνωρίζονταν ως φοιδεράτοι και εγκαθίσταντο μόνιμα και με προνόμια στην Ρωμαϊκή επικράτεια.
2.Η αδιάκοπη μετακίνηση λαών της Ασίας προς την Ευρώπη, προκαλούσε αλυσιδωτές μετακινήσεις άλλων φύλλων και ευρύτερες γεωπολιτικές ανακατατάξεις. Οι συνήθεις και μικρής κλίμακας μεταναστεύσεις έπαιρναν μαζική μορφή σε περιόδους πείνας ή σε ληστρικές επιδρομές νομάδων Ασιατών.[5] Είναι χαρακτηριστικό ότι η εμφάνιση των Ούννων στην Ευρώπη, προκάλεσε αλυσιδωτές μετακινήσεις γερμανικών λαών, που τελικά επέφεραν την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
3.Η διάδοση της χριστιανικής θρησκείας στον Γερμανικό κόσμο, ο οποίος με εξαίρεση ίσως τους Φράγκους, ασπάστηκε τον αρειανισμό. Υπεύθυνος της εξάπλωσης, της παραλλαγής αυτής του Χριστιανισμού στα Γερμανικά φύλλα ήτανε ο Ουλφίλας, αρειανός ιεραπόστολος που εκχριστιάνισε τους Γότθους στα μέσα του 4ου αιώνα.[6]
4.Η βαθμιαία και συνεχώς αυξανόμενη απομάκρυνση του Ανατολικού μισού της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από το ρωμαϊκό παρελθόν, η επικράτηση σ’ αυτό της Ελληνικής γλώσσας, η επαφή του με την Ανατολή και η επικράτηση του χριστιανισμού στην επικράτεια του, προκάλεσαν την εξέλιξη του σε μια διαφορετική από την Δύση πολιτική και πολιτισμική οντότητα. Η στρατηγική του θέση, η ανεπτυγμένη του οικονομία, η κοινωνική και η πολιτική του οργάνωση και το πλήθος τον εγγράμματων ανθρώπων βόηθησε το Βυζάντιο να επιβιώσει για άλλα χίλια χρόνια μετά την πτώση της Ρώμης.[7]
5.Η επιλογή που έκαναν οι δύο κύριες ομάδες της λατινικής δύσης, η καθολική εκκλησία και οι αριστοκράτες συγκλητικοί, να διαχωρίσουν τις τύχες και το μέλλον τους από την Αυτοκρατορική Ρώμη υπέσκαψαν ανεπανόρθωτα το κύρος της Ρωμαϊκής διοίκησης και του Ρωμαϊκού στρατού.[8]
Διαδικασία μετάβασης από την Ευρώπη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην Ευρώπη των βαρβαρικών βασιλείων
Μέχρι τα τέλη του 4ου αιώνα οι μετακινήσεις των Γερμανικών φύλλων ήταν περιορισμένες χωρίς καθολικό χαρακτήρα. Με την εμφάνιση των Ούννων στην Ευρώπη αυτό άλλαξε. Οι Ούννοι εγκαταλείπουν τον χώρο διαμονής τους στην Ασία, μετακινούνται προς την Ευρώπη, καταστρέφουν το Γοτθικό Βασίλειο το 375 και εγκαθίστανται στην ουγγρική πεδιάδα. Από εκεί εξαπολύουν επιδρομές με πρωτόγνωρη αγριότητα και αναγκάζουν λαούς ολόκληρους να περάσουν τα σύνορα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αναζητώντας ασφαλέστερους τόπους για εγκατάσταση. Ο κοινός κίνδυνος πυκνώνει τις επαφές αρκετών Γερμανικών λαών με τους Ρωμαίους. Με τον θάνατο του Αττίλα το 453, η αυτοκρατορία τους έσβησε και μέσα σε λίγες δεκαετίες εξαφανίστηκαν, πρόλαβαν όμως να μαρκάρουν ανεξίτηλα την κατοπινή εξέλιξη της Ευρώπης.[9]
Με την εμφάνιση των Ούννων, οι πρώτοι που τρέπονται σε φυγή είναι οι Βησιγότθοι. Με την άδεια των Ρωμαίων εγκαθίστανται στη Θράκη. Εκεί δημιουργούν πολλά προβλήματα στις αρχές, πριν κινηθούν δυτικά και καταλάβουν την Ιλλυρία, όπου ο βασιλιάς τους Αλάριχος συγκροτεί στρατό και επιδίδεται σε επιδρομές . Το 410 καταλαμβάνουν και λεηλατούν τη Ρώμη. Μετά τον θάνατο του Αλάριχου, εγκαταλείπουν την Ιταλία, διασχίζουν την Γαλατία και φτάνουν στην Τουλούζη, όπου και εγκαθίστανται. Η Τουλούζη γίνεται η πρώτη πρωτεύουσα γερμανικού βασιλείου σε Ρωμαϊκό έδαφος.[10] Με την ήττα τους το 507 από τους Φράγκους, αναδιπλώνονται στην Ισπανία όπου αναπτύσσουν λαμπρό πολιτισμό, βρίσκονται όμως αντιμέτωποι με πολλά εσωτερικά και εξωτερικά προβλήματα τα οποία θα τους καταστήσουν ανίκανους να αντισταθούν στην Μουσουλμανική εισβολή του 7ου αιώνα.
Το 406 υπό την πίεση των Ούννων, Αλανοί, Σουηβοί, Αλαμανοί, Βάνδαλοι και Βουργουνδοί εισβάλουν σε Ρωμαϊκό έδαφος και προκαλούν την οριστική ρήξη της μεθορίου του Ρήνου. Η παρουσία των λαών αυτών υπήρξε εφήμερη. Εξαίρεση αποτελούν οι Βουργουνδοί, παρόλο που και αυτοί τελικά υπέκυψαν στους Φράγκους.[11]
Οι Οστρογότθοι με τον θάνατο του Αττίλα, αποκτούν την ανεξαρτησία τους και γίνονται φοιδεράτοι των Ρωμαίων.[12] Ο βασιλιάς τους Θεοδώριχος, μετά από προηγούμενη συνεννόηση με τον Ανατολικό αυτοκράτορα Ζήνωνα, εισβάλει στην Ιταλία, συντρίβει τις δυνάμεις του σφετεριστή του Δυτικού θρόνου Οδόακρου, τον δολοφονεί και το 493 γίνεται κύριος της Ιταλίας. Με έδρα την Ραβέννα, αποκαθιστά την αυτοκρατορική εξουσία, ασκώντας πολιτική τυπικής υποταγής στον Ανατολικό αυτοκράτορα. Ο Θεοδώριχος επιβάλλεται στους άλλους Γερμανούς βασιλιάδες της Δύσης. Ο θανάτους του όμως προκάλεσε αναταραχές και έδωσε την αφορμή στον αυτοκράτορα Ιουστινιανό να εμπλακεί στις υποθέσεις της Ιταλικής χερσονήσου.[13]
Οι Φράγκοι γνωστοί στους Ρωμαίους από τον 3ο αιώνα λόγω των καταστρεπτικών εκστρατειών τους στη Γαλατία, αναγνωρίζονται ως ομόσπονδοι το 410 από τον αυτοκράτορα Ονώριο, αλλά ως το 480 περίπου βρίσκονται σε επιτήρηση και η προώθηση τους ανακόπτεται, αρχικά από τους Ρωμαίους και στη συνέχεια από τους Νορμανδούς.[14] Ο Βασιλιάς Κλόβης αφού πρώτα επιβάλει την κυριαρχία του στα επιμέρους Φραγκικά φύλλα, διεξάγει εκστρατείες και με συνεχόμενες νίκες δημιουργεί ένα μεγάλο βασίλειο το οποίο περιλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της Γαλατίας και εδάφη που βρίσκονται δυτικά και ανατολικά του Ρήνου.[15] Με μια κίνηση κεφαλαιώδους σημασίας, ο Κλόβης ασπάζεται τον παπικό χριστιανισμό, καθώς αντιλαμβάνεται τη σημασία μιας τέτοιας κίνησης, στον ανταγωνισμό για την κυριαρχία με τους άλλους Γερμανούς βασιλιάδες που είναι αρειανοί.[16] Με τον θάνατο του Κλόβη το βασίλειο του διασπάτε σε μικρότερα βασίλεια, που επί δύο περίπου αιώνες συγκλονίζονται από αδελφοκτόνους πολέμους. Κατά την περίοδο αυτή, έχουμε αύξηση της ισχύος της Φραγκικής αριστοκρατίας, που συνοδεύεται από αύξηση της δύναμης των μαγιορδόμων, αρχόντων που ως επικεφαλής της διοίκησης ασκούν την πραγματική εξουσία.[17]
Οι Λομβαρδοί ήτανε η τελευταία Γερμανική φυλή που εισήλθε σε εδάφη της πρώην Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Εγκαταστάθηκαν στην Πανονία κατά την διάρκεια του 6ου αιώνα. Το 568, κάτω από την πίεση των Αβάρων εισέβαλαν στην κατεχόμενη από τους Βυζαντινούς Ιταλία και μέχρι το 600 είχανε κατακτήσει το μεγαλύτερο μέρος της. Οι κατακτητές ήτανε ολιγάριθμοι και γρήγορα εκρωμαίστικαν. Με την βοήθεια απογόνων της ρωμαϊκής αριστοκρατίας, δημιούργησαν νέους θεσμούς στο δίκαιο, στην διοίκηση και στην στρατιωτική οργάνωση και συγχρόνως αποκατέστησαν εν μέρει μια στοιχειώδη γραφειοκρατική οργάνωση.[18]
Αποτελέσματα μετάβασης από την Ευρώπη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην Ευρώπη των βαρβαρικών βασιλείων
Η μόνιμη ανασφάλεια που προξενούσαν οι συνεχής βαρβαρικές επιδρομές και η μείωση των εμπορικών δραστηριοτήτων, προκάλεσαν την παρακμή των πόλεων και ενίσχυσαν την τάση φτωχών και αδυνάτων στην αναζήτηση προστασίας από τους πλούσιους γαιοκτήμονες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η επαρχιακή αριστοκρατία συγκέντρωσε μεγάλη πολιτική και οικονομική δύναμη και στελέχωσε την διοίκηση των Γερμανικών βασιλείων με μια καινούρια τάξη αξιωματούχων.[19]
Στο θέμα της βασιλικής εξουσίας οι Γερμανοί δεν αποδέχτηκαν την Ρωμαϊκή αρχή του κράτους πάνω από το άτομο και εφάρμοσαν μια μοναρχία κληρονομική, πατρογονική και απόλυτη.[20]Στη διάρκεια των Γερμανικών μετακινήσεων ο βασιλιάς ήταν πρώτος μεταξύ ίσων. Υπολογίσιμη δύναμη διέθετε επίσης η αριστοκρατία και η γενική συνέλευση της φυλής. Όταν οι φυλές απέκτησαν μόνιμο τόπο εγκατάστασης, η εξουσία της αριστοκρατίας αυξήθηκε, ενώ των συνελεύσεων μειώθηκε. Η δύναμη της εξουσίας του βασιλιά ήταν ανάλογη των πολεμικών επιτυχιών του. Όσο μεγαλύτερες ήταν, τόσο ισχυροποιούσε την εξουσία του έναντι των αριστοκρατών όσο μικρότερες τόσο πιο ευάλωτος γινόταν.[21]
Στο δίκαιο, βασική αρχή της γερμανικής πρακτικής υπήρξε η «προσωπικότητα του νόμου». Αυτό σήμαινε ότι κάθε άτομο δικαιούνταν να δικαστεί σύμφωνα με τους νόμους της φυλής του, και όχι μ’ αυτούς του τόπου εκδίκασης της υπόθεσης. Ακόμη υπήρχαν διαβαθμίσεις των ποινών ανάλογα με την κοινωνική θέση θύτη και θύματος.[22] Γενικά στο Γερμανικό δίκαιο οι ποινές ήταν σκληρές και στηρίζονταν στην αρχή «οφθαλμών αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος».[23]
Η χριστιανική εκκλησία αποδείχτηκε ιδιαίτερα ανθεκτική κατά την περίοδο των μεταναστεύσεων. Σε πολλές περιπτώσεις υποκατέστησε την Ρωμαϊκή διοίκηση. Στις πόλεις οι επίσκοποι αναδείχθηκαν σε πνευματικούς και κοσμικούς ηγέτες και οι βάρβαροι βασιλείς αναγνωρίζοντας την εξουσία τους, προσπάθησαν να τους προσεταιριστούν.[24] Ωστόσο κατά τον 6ο αιώνα ο ρόλος της εκκλησίας υποβαθμίστηκε. Αποτέλεσμα της παρακμής, που κράτησε μέχρι τον 8ο αιώνα, υπήρξε η κάθετη πτώση του μορφωτικού επιπέδου και η υποχώρηση του θρησκευτικού συναισθήματος. Η μόνη ελπίδα ανανέωσης, προήλθε από την μεγάλη ανάπτυξη του μοναχισμού κατά τον 6ο και 7ο αιώνα. Σταδιακά τα μοναστήρια απέκτησαν μεγάλο πλούτο από ευεργετήματα και δωρεές, και με την κατά βάση αριστοκρατική καταγωγή των μοναχών, επέδρασαν εξίσου σημαντικά τόσο στην θρησκευτική και πολιτισμική ανάπτυξη, όσο και στην οικονομική και πολιτική ζωή της μεσαιωνικής Δύσης.[25]
Επίλογος
Οι μετακινήσεις πληθυσμών της παραπάνω περιόδου, άλλαξαν για πάντα των Ευρωπαϊκό χάρτη. Ρωμαίοι και Γερμανοί ενσωματώθηκαν σε ένα δημογραφικό μίγμα δημιουργώντας ένα καινούριο πολιτισμό. Η κατάρρευση της Ρωμαϊκής Δυτικής αυτοκρατορίας και η ίδρυση βαρβαρικών βασιλείων, συνοδεύτηκε από μια σταδιακή υποχώρηση της οικονομικής και πολιτιστικής ζωής, σηματοδοτώντας το πέρασμα από την αρχαιότητα στον μεσαίωνα. Η εικόνα της Ευρώπης αυτής της περιόδου, όπως διαδόθηκε από την ιστοριογραφία και από τα σχολικά εγχειρίδια, είναι αυτή μιας Ηπείρου, που πέρασε από τον λαμπρό Ελληνορωμαϊκό πολιτισμό σους σκοτεινούς χρόνους και στη βαρβαρότητα. Χωρίς αυτό να είναι στο σύνολο του ανακριβές, πρέπει να γίνουν αρκετές διαφοροποιήσεις και διαβαθμίσεις, δεδομένου ότι εικόνα αυτή πάσχει από πολλές εξαιρέσεις. [26] Βέβαιο πάντως είναι, πως η Ευρώπη μέσα από μετακινήσεις πληθυσμών και πολεμικές συγκρούσεις εισήλθε σε μια καινούρια εποχή.
[1] Κώστας Ράπτης, Γενική Ιστορία της Ευρώπης από τον 6ο έως τον 18ο αιώνα, τ. Α΄, ΕΑΠ, Πάτρα, 1999, σελ. 23
[2] Κώστας Ράπτης, ό.π., σελ. 23
[3] David Nicholas, Η Εξέλιξη του Μεσαιωνικού Κόσμου, Κοινωνία, διακυβέρνηση και σκέψη στην Ευρώπη, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1999, σελ. 68
[4] Κώστας Ράπτης, ό.π., σελ. 25
[5] Κώστας Ράπτης, ό.π., σελ. 26
[6] David Nicholas, ό.π., σελ. 31
[7] Κώστας Ράπτης, ό.π., σελ. 41
[8] Κώστας Ράπτης, ό.π., σελ. 25
[9] Κώστας Ράπτης, ό.π., σελ. 27
[10]Serge Berstein-Pierre Mizl a, Ιστορία της Ευρώπης, τ. Ά, Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 1997, σελ. 35
[11] Κώστας Ράπτης, ό.π., σελ. 28
[12] David Nicholas, ό.π., σελ. 51
[13] Κώστας Ράπτης, ό.π., σελ. 29
[14] Serge Berstein-Pierre Mizla, ό.π., σελ. 38
[15] Κώστας Ράπτης, ό.π., σελ. 29
[16] Serge Berstein-Pierre Mizla, ό.π., σελ. 40
[17] Serge Berstein-Pierre Mizla, ό.π., σελ. 43
[18] Κώστας Ράπτης, ό.π., σελ. 30
[19] Κώστας Ράπτης, ό.π., σελ. 32
[20] Κώστας Ράπτης, ό.π., σελ. 32
[21] David Nicholas, ό.π., σελ. 61
[22] David Nicholas, ό.π., σελ. 59
[23] David Nicholas, ό.π., σελ. 60
[24] Κώστας Ράπτης, ό.π., σελ. 33
[25] Κώστας Ράπτης, ό.π., σελ. 34
[26]Serge Berstein-Pierre Mizla, ό.π., σελ. 45
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
· Ράπτης Κ., Γενική Ιστορία της Ευρώπης από τον 6ο έως τον 18ο αιώνα, τ. Α΄, ΕΑΠ, Πάτρα, 1999
· Berstein S., Milza P., Ιστορία της Ευρώπης, τ. Α΄, Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 1997
· Nicholas D., Η Εξέλιξη του Μεσαιωνικού Κόσμου, Κοινωνία, διακυβέρνηση και σκέψη στην Ευρώπη, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1999
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.