Περίπου 13 εκατομμύρια παιδιά στερούνται βασικά αγαθά
απαραίτητα για την ανάπτυξή τους, σύμφωνα με έκθεση του Κέντρου Ερευνών
Innocenti της UNICEF. Το πλέον σοκαριστικό στοιχείο είναι ότι οι αριθμοί
αυτοί αφορούν τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (συν Νορβηγία και
Ισλανδία). Σύμφωνα με την ίδια έκθεση 30 εκατομμύρια παιδιά -σε ένα
σύνολο 35 χωρών με αναπτυγμένες οικονομίες- ζουν σε συνθήκες φτώχειας.
Η χώρα μας κατατάσσεται 21η μεταξύ 29 ευρωπαϊκών χωρών και 30η ανάμεσα στις 35 χώρες με αναπτυγμένη οικονομία.
Αυτή η σύγκριση σε διεθνές επίπεδο, αναφέρει η έκθεση, αποδεικνύει ότι η παιδική φτώχεια στις χώρες αυτές δεν είναι αναπόφευκτη, αλλά εξαρτάται από τις πολιτικές, αλλά και ότι ορισμένες χώρες τα πάνε πολύ καλύτερα από άλλες στην προστασία των περισσότερο ευάλωτων παιδιών τους.
Οι δυο δείκτες που προσμετρά η UNICEF είναι ο Δείκτης Παιδικής Αποστέρησης, που λαμβάνεται από δεδομένα των Στατιστικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Εισόδημα και τις Συνθήκες Διαβίωσης από 29 ευρωπαϊκές χώρες που περιλαμβάνουν για πρώτη φορά έναν τομέα για παιδιά. Η έκθεση ορίζει ένα παιδί ως «αποστερημένο» όταν του λείπουν δύο ή περισσότερα αγαθά από έναν κατάλογο 14 βασικών πραγμάτων, όπως τρία γεύματα την ημέρα, ένα ήσυχο μέρος για τη σχολική του εργασία, εκπαιδευτικά βιβλία στο σπίτι ή μία σύνδεση στο internet. Τα υψηλότερα ποσοστά αποστέρησης παρουσιάζονται σε χώρες όπως, Ρουμανία, Βουλγαρία και Πορτογαλία (με ποσοστά πάνω από 70%, 50% και 27% αντίστοιχα) αν και μερικές πλουσιότερες χώρες, όπως η Γαλλία και η Ιταλία, έχουν ποσοστά αποστέρησης άνω του 10%. Οι Σκανδιναβικές χώρες εμφανίζουν τη χαμηλότερη παιδική αποστέρηση, όλες με ποσοστά κάτω του 3%.
Ο δεύτερος δείκτης διερεύνησης της έκθεσης ασχολείται με τη σχετική φτώχεια, εξετάζοντας το ποσοστό των παιδιών που ζουν κάτω από το εθνικό τους «όριο φτώχειας»- που ορίζεται ως το 50% του μέσου διαθέσιμου οικογενειακού εισοδήματος.
Ειδικότερα για την Ελλάδα:
Εξετάζοντας την παιδική φτώχεια με βάση διαφορετικό «όριο φτώχειας», στο 50%, 40% και 60%, η Ελλάδα τοποθετείται σε κάθε περίπτωση μεταξύ των χωρών με τις χαμηλότερες επιδόσεις του πίνακα με ποσοστά 16% (βασική κατάταξη), 8,1% και 23,5% αντίστοιχα.
Εξετάζοντας τα ποσοστά παιδικής αποστέρησης των χωρών για 2, 3, 4 ή 5 και περισσότερα αγαθά, τα ποσοστά για την Ελλάδα είναι 17,2% (βασική κατάταξη), 11,7%, 8,4% και 6,1% αντίστοιχα.
Εξετάζοντας τα ποσοστά παιδικής αποστέρησης σε επιλεγμένες κοινωνικές ομάδες, στις μονογονεϊκές οικογένειες, από 17,2% αυξάνουν σε 24,3%, στις οικογένειες με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο γονέων σε 50,8% και σε οικογένειες μεταναστών σε 42,2%.
Ενώ σε όλες τις χώρες τα ποσοστά παιδικής φτώχειας μειώνονται μετά τον υπολογισμό των επιπτώσεων φόρων και παροχών στο διαθέσιμο εισόδημα, στην Ελλάδα αυξάνονται από το 13% στο 16%. Για παράδειγμα στην Ιρλανδία μειώνονται από άνω του 40% στο 8,4%, στις περισσότερες χώρες μειώνονται σχεδόν στο μισό ή και περισσότερο, ενώ σε κάποιες μειώνονται αισθητά, εκτός Ελβετίας, Ισπανίας, ΗΠΑ, Ιαπωνίας και Ιταλίας στις οποίες μειώνονται λίγο.
Στην Ελλάδα οι δημόσιες δαπάνες για τις οικογένειες (επιδόματα- φοροαπαλλαγές- υπηρεσίες), ως ποσοστό του ΑΕΠ, είναι στην προτελευταία θέση της κατάταξης -περίπου 1,1%- μετά τη Μάλτα (1%). Συγκριτικά, η Γαλλία είναι η πρώτη σε αντίστοιχες δαπάνες με 3,7%.
Ιδιαίτερα εντυπωσιακές είναι στην έκθεση οι συγκρίσεις μεταξύ των χωρών με παρόμοιες οικονομίες, γεγονός που αποδεικνύει ότι η κυβερνητική πολιτική μπορεί να έχει σημαντικό αντίκτυπο στις ζωές των παιδιών. Για παράδειγμα, η Δανία και η Σουηδία παρουσιάζουν πολύ χαμηλότερα ποσοστά παιδικής αποστέρησης από το Βέλγιο ή τη Γερμανία, παρά το ότι και οι τέσσερις χώρες έχουν περίπου τα ίδια επίπεδα οικονομικής ανάπτυξης και κατά κεφαλήν εισόδημα.
Η χώρα μας κατατάσσεται 21η μεταξύ 29 ευρωπαϊκών χωρών και 30η ανάμεσα στις 35 χώρες με αναπτυγμένη οικονομία.
Αυτή η σύγκριση σε διεθνές επίπεδο, αναφέρει η έκθεση, αποδεικνύει ότι η παιδική φτώχεια στις χώρες αυτές δεν είναι αναπόφευκτη, αλλά εξαρτάται από τις πολιτικές, αλλά και ότι ορισμένες χώρες τα πάνε πολύ καλύτερα από άλλες στην προστασία των περισσότερο ευάλωτων παιδιών τους.
Οι δυο δείκτες που προσμετρά η UNICEF είναι ο Δείκτης Παιδικής Αποστέρησης, που λαμβάνεται από δεδομένα των Στατιστικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Εισόδημα και τις Συνθήκες Διαβίωσης από 29 ευρωπαϊκές χώρες που περιλαμβάνουν για πρώτη φορά έναν τομέα για παιδιά. Η έκθεση ορίζει ένα παιδί ως «αποστερημένο» όταν του λείπουν δύο ή περισσότερα αγαθά από έναν κατάλογο 14 βασικών πραγμάτων, όπως τρία γεύματα την ημέρα, ένα ήσυχο μέρος για τη σχολική του εργασία, εκπαιδευτικά βιβλία στο σπίτι ή μία σύνδεση στο internet. Τα υψηλότερα ποσοστά αποστέρησης παρουσιάζονται σε χώρες όπως, Ρουμανία, Βουλγαρία και Πορτογαλία (με ποσοστά πάνω από 70%, 50% και 27% αντίστοιχα) αν και μερικές πλουσιότερες χώρες, όπως η Γαλλία και η Ιταλία, έχουν ποσοστά αποστέρησης άνω του 10%. Οι Σκανδιναβικές χώρες εμφανίζουν τη χαμηλότερη παιδική αποστέρηση, όλες με ποσοστά κάτω του 3%.
Ο δεύτερος δείκτης διερεύνησης της έκθεσης ασχολείται με τη σχετική φτώχεια, εξετάζοντας το ποσοστό των παιδιών που ζουν κάτω από το εθνικό τους «όριο φτώχειας»- που ορίζεται ως το 50% του μέσου διαθέσιμου οικογενειακού εισοδήματος.
Ειδικότερα για την Ελλάδα:
Εξετάζοντας την παιδική φτώχεια με βάση διαφορετικό «όριο φτώχειας», στο 50%, 40% και 60%, η Ελλάδα τοποθετείται σε κάθε περίπτωση μεταξύ των χωρών με τις χαμηλότερες επιδόσεις του πίνακα με ποσοστά 16% (βασική κατάταξη), 8,1% και 23,5% αντίστοιχα.
Εξετάζοντας τα ποσοστά παιδικής αποστέρησης των χωρών για 2, 3, 4 ή 5 και περισσότερα αγαθά, τα ποσοστά για την Ελλάδα είναι 17,2% (βασική κατάταξη), 11,7%, 8,4% και 6,1% αντίστοιχα.
Εξετάζοντας τα ποσοστά παιδικής αποστέρησης σε επιλεγμένες κοινωνικές ομάδες, στις μονογονεϊκές οικογένειες, από 17,2% αυξάνουν σε 24,3%, στις οικογένειες με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο γονέων σε 50,8% και σε οικογένειες μεταναστών σε 42,2%.
Ενώ σε όλες τις χώρες τα ποσοστά παιδικής φτώχειας μειώνονται μετά τον υπολογισμό των επιπτώσεων φόρων και παροχών στο διαθέσιμο εισόδημα, στην Ελλάδα αυξάνονται από το 13% στο 16%. Για παράδειγμα στην Ιρλανδία μειώνονται από άνω του 40% στο 8,4%, στις περισσότερες χώρες μειώνονται σχεδόν στο μισό ή και περισσότερο, ενώ σε κάποιες μειώνονται αισθητά, εκτός Ελβετίας, Ισπανίας, ΗΠΑ, Ιαπωνίας και Ιταλίας στις οποίες μειώνονται λίγο.
Στην Ελλάδα οι δημόσιες δαπάνες για τις οικογένειες (επιδόματα- φοροαπαλλαγές- υπηρεσίες), ως ποσοστό του ΑΕΠ, είναι στην προτελευταία θέση της κατάταξης -περίπου 1,1%- μετά τη Μάλτα (1%). Συγκριτικά, η Γαλλία είναι η πρώτη σε αντίστοιχες δαπάνες με 3,7%.
Ιδιαίτερα εντυπωσιακές είναι στην έκθεση οι συγκρίσεις μεταξύ των χωρών με παρόμοιες οικονομίες, γεγονός που αποδεικνύει ότι η κυβερνητική πολιτική μπορεί να έχει σημαντικό αντίκτυπο στις ζωές των παιδιών. Για παράδειγμα, η Δανία και η Σουηδία παρουσιάζουν πολύ χαμηλότερα ποσοστά παιδικής αποστέρησης από το Βέλγιο ή τη Γερμανία, παρά το ότι και οι τέσσερις χώρες έχουν περίπου τα ίδια επίπεδα οικονομικής ανάπτυξης και κατά κεφαλήν εισόδημα.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.