Το γέρικο χέρι έτρεμε. Τα χέρια αυτά, που μεροδούλι-μεροφάι προσέφεραν τη γιατρειά στους συμπολίτες τους, τα χέρια που έσφιξαν δυνατά το χέρι της αγαπημένης, τα χέρια που χάιδεψαν το κεφάλι του αμούστακου παιδιού, αυτή τη φορά, έσφιξαν δυνατά το κρύο ατσάλι.
Ο άνδρας ανατρίχιασε.
Κοίταξε γύρω του.
Οι περαστικοί, με σκυμμένο το κεφάλι, προσπερνούσαν βιαστικά. Ο άνδρας, κοίταξε τον ουρανό.
Ο ήλιος ο ηλιάτορας, ο ήλιος του Οδυσσέα, του χαμογελούσε. Έβαλε το χέρι στην τσέπη. Έβγαλε το τσαλακωμένο χαρτί:
«Η κατοχική κυβέρνηση, εκμηδένισε κυριολεκτικά τη δυνατότητα επιβίωσής μου που στηριζόταν σε μία αξιοπρεπή σύνταξη που επί 35 χρόνια εγώ μόνον (χωρίς ενίσχυση κράτους) πλήρωνα γι’ αυτή.
Επειδή έχω μία ηλικία που δε μου δίνει την ατομική δυνατότητα δυναμικής αντίδρασης δε βρίσκω άλλη λύση από ένα αξιοπρεπές τέλος πριν αρχίσω να ψάχνω στα σκουπίδια για τη διατροφή μου».
Τα γέρικα μάτια, θόλωσαν.
Εβδομήντα επτά χρόνια έβλεπαν την Ελλάδα. Την Ελλάδα του μεγάλου ΟΧΙ, την Ελλάδα του αγώνα, την Ελλάδα που ποτέ δε γονάτισε παρά μόνο για να σηκωθεί.
Και ο νέος Περικλής Γιαννόπουλος, σφίγγει το σιδερένιο άτι, που θα τον ταξιδέψει στο βυθό της ανυπαρξίας.
Μία ριπή αρκεί.
Ο άνδρας, σωριάζεται στο χορτάρι.
Τα πουλιά τρόμαξαν, έφυγαν μακριά.
Πήραν την ψυχή του μαζί τους, στα ουράνια…
Αλεξάνδρα Τράγκα 4/4/2012
ΥΓ. Αφιερωμένο στο συνέλληνα που μας άφησε ένα πρωινό τ' Απρίλη στην πλατεία Συντάγματος
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.