Όταν η ανθρωπιά ξεπερνά τις όποιες διακρίσεις, τότε συμβαίνουν τα ομορφότερα "θαύματα". Διαβάστε το διήγημα "Άγια Νύχτα"* που αποτελεί μια διαφορετική Χριστουγεννιάτικη ιστορία
Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων ο αστυνόμος Αρσενίου έχει βάρδια στον Αστυνομικό Τμήμα Κρυσταλλοπηγής. Στην περιπολία συλλαμβάνει έναν νεαρό Αλβανό λαθρομετανάστη, τον Agim. Λίγο πριν επιστρέψουν στο κρατητήριο ο Αρσενίου παίρνει μια απρόσμενη απόφαση…
Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων ο αστυνόμος Αρσενίου έχει βάρδια στον Αστυνομικό Τμήμα Κρυσταλλοπηγής. Στην περιπολία συλλαμβάνει έναν νεαρό Αλβανό λαθρομετανάστη, τον Agim. Λίγο πριν επιστρέψουν στο κρατητήριο ο Αρσενίου παίρνει μια απρόσμενη απόφαση…
Κανείς δεν τον ρώτησε αν ήθελε να γεννηθεί καταδότης. Όμως, σκέφτονταν, πως αν δεν πρόδιδε δεν θα υπήρχε Σταύρωση, δεν θα υπήρχε Ανάσταση. Χωρίς Ισκαριώτες νόμους δε θα ‘χαν οι σταυρωτές.
Δ. Νικορέτζος «Το παράπονο του Ιούδα»
- Μονό τα κρατικά πιάνει ρε γαμώτο; Πέταξε αγανακτισμένος το τηλεκοντρόλ της τηλεόρασης στο τραπέζι και σηκώθηκε. Σίγουρα θα είχε πάθει βλάβη ο αναμεταδότης στο Βίτσι με τέτοια κακοκαιρία.
Πήγε στην κουζίνα. Έβαλε λίγο ξαναζεσταμένο μεσημεριανό φαγητό και άνοιξε μια μπύρα. Γεύμα παραμονής Χριστουγέννων…
Έκανε να βάλει την πρώτη μπουκιά στο στόμα και ακούστηκε το τηλέφωνο στο σαλόνι. Είδε τον αριθμό· ήταν από την Υπηρεσία. Όλα ήταν, όπως ακριβώς τα είχε προβλέψει. Ο συνάδελφος Γεωργίου είχε πυρετό και πήρε αναρρωτική· είχε και χαρτί γιατρού, τον είχε εξετάσει κατ’ οίκον ο Ηλιάδης, ο παθολόγος της πόλης. Ως εκ τούτου έπρεπε να τον αντικαταστήσει στη νυχτερινή βάρδια στο Αστυνομικό Τμήμα της Κρυσταλλοπηγής αυτός.
«Συγνώμη ρε Αρσενίου. Δεν βρήκα άλλον στο τηλέφωνο τέτοια ώρα. Δεν σε υποχρεώνω, σαν χάρη στο ζητάω. Αν πάλι δεν θέλεις…» έκλεισε την συνομιλία ο αξιωματικός υπηρεσίας. Παραμονή Χριστουγέννων. Η ξαφνική «αρρώστια» του Γεωργίου ήταν ολοφάνερα πρόφαση, αντισυναδελφική δικαιολογία για να κάνει ρεβεγιόν με την οικογένεια του. Θα βοήθησε δίχως άλλο και η συγγένεια του με τον βουλευτή του νομού. Εξάλλου το είχε συνηθίσει: αυτός – εργένης στα 50 χρόνια του, είχε να μπει γυναίκα σπίτι του εδώ και πέντε χρόνια – ήταν πάντοτε η εύκολη λύση σε τέτοιες περιπτώσεις.
«Καταλαβαίνεις ρε Γιώργο;. Οι άλλοι έχουν μικρά παιδία, δεν είναι κρίμα να τους χαλάσω τις γιορτινές μέρες…» η μόνιμη εξήγηση του Διοικητή από τηλεφώνου. Το είχε πάρει πια απόφαση: ο μοναχός ο άνθρωπος δεν έχει θέση στο σκηνικό της γιορτής. Τούτη τη φορά δεν βαρυγκώμησε καθόλου. «Σάματις τι θα κάνω και στο σπίτι μόνος μου; Τουλάχιστον εκεί θα είναι ο Ιωαννίδης και θα πούμε καμιά κουβέντα» ξεγέλασε κάπως την αγανάκτηση του για το ψέμα του Γεωργίου.
Φόρεσε τη στολή και από πάνω το μπλε υπηρεσιακό τζάκετ. Έβαλε δυο-τρία χαρτονομίσματα και μια σακούλα σταφίδες στην τσέπη και ξεκίνησε για το Τμήμα. Ήταν τυχερός που ο Μήτκας δεν είχε κλείσει ακόμα το περίπτερο. «Μήτκα, πιάσε τρία πακέτα τσιγάρα και μια μικρή σοκολάτα» έσκυψε στο μικρό παραθυράκι.
«Για πού ρε Γιωργάκη βραδιάτικα με τέτοιο χιόνι; Πάλι εξτρά βάρδια; Να δω τι θα τα κάνεις τα λεφτά ρε μπαγάσα… Παιδιά, σκυλιά δεν έχεις. Μαζί σου θα τα πάρεις;» έδωσε τα τρία πακέτα ο Μήτκας. «Που να σου εξηγώ…» τον χαιρέτησε στα βιαστικά.
«Κοίτα ρε, μας πήρε στο ψιλό και ο γαμιόλης ο γερο-τσιφούτης!» σκέφτηκε, καθώς απομακρύνονταν. Ο Ιωαννίδης ξαφνιάστηκε, αλλά έδειξε να χάρηκε που τον είδε. «Καλώς τον Αρσενίου! Ευτυχώς έστειλαν εσένα, γιατί εκείνον τον σφιχτοκώλη τον Γεωργίου δεν τον αντέχω. Δεν βγάζει μιλιά».
Περίεργο τραίνο ο Ιωαννίδης. Είχε έξι παιδιά, μα κάθε χρόνο διάλεγε να είναι βάρδια την παραμονή των Χριστουγέννων. «Ζωή να ΄χουνε, μου έχουν πρήξει τα συκώτια» συνήθιζε να λέει για τα καμάρια του.
Γέμισαν ξύλα τη σόμπα, άνοιξαν δυο ράντζα, έκλεισαν το φως και έβαλαν την τηλεόραση. Το κρατικό κανάλι αναμετέδιδε το πρόγραμμα του Aphrodite Palace από την Αθήνα. Ένα μπαλέτο της συμφοράς αγλαΐζονταν στην πίστα. Κινούμενοι υπότιτλοι ενημέρωναν πως σε λίγη ώρα θα εμφανίζονταν στην πίστα ο Σάκης Μπέγος, πρόσφατη μεταγραφή στην αθηναϊκή νύχτα από κάποιο σκυλάδικο της Εθνικής.
Έξω είχε αρχίσει από ώρα να χιονίζει. Λευκή έρημη απεραντοσύνη τριγύρω στα βουνά. «Άσχημη νύχτα απόψε συνάδελφε. Γύρευε μόνο να μην μας τύχει κανένα τροχαίο…» έφτυσε στον κόρφο του ο Ιωαννίδης, καθώς άδειαζε στα πλαστικά ποτήρια ένα ξεχασμένο μπουκάλι ουίσκι. Δεν πρόλαβε να τελειώσει τα λόγια του και το υπηρεσιακό τηλέφωνο χτύπησε.
Τηλεφωνούσαν από τον Λευκώνα. Ένας οδηγός νταλίκας που είχε μόλις επιστρέψει στο χωριό από την Καστοριά. Είχε δει πέντε-έξι Αλβανούς να κατεβαίνουν από τα Κορέστεια προς την Κρυσταλλοπηγή. «Μου φάνηκαν για ύποπτες φάτσες. Πάνε για πλιάτσικο σε κανά διαμέρισμα στη Φλώρινα, τώρα που κάποιοι θα λείπουν ταξίδι».
- Εκεί είναι! Είναι εννιά τελικά…
Στη θέα του αστυνομικού οχήματος η συστάδα των λαθρομεταναστών διαλύθηκε. Το ένστικτο του παρανόμου γαλβανίστηκε και οι Αλβανοί σκόρπισαν αιφνιδίως και άτακτα δεξιά και αριστερά. Ο προβολέας της κλούβας μάταια αναζητούσε ανάμεσα στο χιονισμένο τοπίο κάποιο σημάδι τους.
«Μας ξέφυγαν. Γυρίζουμε;» πρότεινε ο Ιωαννίδης, που βιάζονταν να επιστρέψει στην ζέστη του Τμήματος. «Κοίτα!» είπε ο Αρσενίου. «Κάποιος έπεσε σ’ εκείνο το χαντάκι και δεν μπορεί να βγει. Πάμε!» Πλησίασαν με τα πιστόλια στο χέρι. Γυρόφεραν το χαντάκι. Ένα μικροκαμωμένο ξανθό αγόρι, μελανιασμένο από το κρύο, κοίταξε στα χαμένα προς τον φακό τους.
Πέταξαν ένα σκοινί προς τη μεριά του. Το παιδί το κράτησε με τις τελευταίες του δυνάμεις και το τράβηξαν έξω από την υγρή παγίδα του. «Ρε αυτό είναι πιτσιρίκι. Σίγουρα δεν έχει τελειώσει ούτε το Γυμνάσιο καλά-καλά…» σχολίασε ο Ιωαννίδης, κοιτώντας το θήραμα τους με κάποια απογοήτευση.
«Πως σε λένε ρε; Λέγε!». Τσιμουδιά. «Εmër?»(«Όνομα;») επιστράτευσε τα λίγα αλβανικά που έμαθε τόσο καιρό στην Υπηρεσία, χτυπώντας τον στο σβέρκο. «Agim» τραύλισε ο Αλβανός. «Αgim Gini» Τα υπόλοιπα έγιναν με συνοπτικές διαδικασίες. Του φόρεσαν χειροπέδες, ειδοποίησαν το Κέντρο για τη σύλληψη και τον έβαλαν στο πίσω μέρος της κλούβας. Ο καιρός αγρίευε, πύκνωνε το χιόνι και το βουνό κατέβαζε αέρα. Ένας για απόψε έφτανε. Αποφάσισαν να γυρίσουν πίσω το συντομότερο.
Η επιστροφή ήταν δύσκολη. Μόλις που προλάβαιναν να φτάσουν στο Τμήμα, προτού ξεκινήσει η χιονοθύελλα. «Βάλε τίποτα στο ραδιόφωνο να ακούσουμε. Ψάξε για κανά λαϊκό, μέρες που ‘ναι» έσπασε τη σιωπή του γυρισμού ο Αρσενίου.
Ο Ιωαννίδης γύρισε το κουμπί στα γρήγορα, μα δεν έπιανε καθόλου σήμα σε τούτη την ερημιά. «Μόνο Σκόπια και αλβανικά πιάνει. Να βάλω αυτό το δισκάκι; Το είχε η κυριακάτικη εφημερίδα. Είναι μια παιδική χορωδία και το κράτησα για τον μικρό μου» έβαλε το δίσκο στο ράδιο του αυτοκινήτου, χωρίς να περιμένει την απάντηση του Αρσενίου. «Από το τίποτα, καλύτερα αυτή η μαλακία» σαν να δικαιολογήθηκε.
Ξαφνικά μέσα στην ησυχία ακουστήκαν οι φωνούλες των παιδιών:
Άγια Νύχτα σε προσμένουν
με χαρά οι Χριστιανοί …
Μεμιάς η ησυχία έγινε σιωπή! Μονάχα οι παιδικές φωνές, ακέραιες, απρόσιτες λάμψεις στις κερκίδες της καρδιάς τους. Σήμαντρα να αντιλαλούν θαλπωρή στο σκοτάδι. Το αυτοκίνητο έσχιζε ανθεκτικό την πυκνή χιονόπτωση. Οι δυο άντρες κοιτούσαν στο νοητό εμβαδό που σχημάτιζαν ανάμεσα στις νιφάδες οι προβολείς του αυτοκινήτου μπροστά τους. Αχνιστός ατμός από το πλαστικό ποτήρι του καφέ θόλωνε για λίγο το παρμπρίζ.
Ακούστηκαν αναφιλητά από πίσω. Αναφιλητά που πλήθαιναν στιγμή με τη στιγμή, ώσπου το τραυλό δάκρυ του Agim έγινε κλάμα. «Τι έπαθες πουλάκι μου; Φοβάσαι;» κορόιδεψε ο Ιωαννίδης, χωρίς καν να τον κοιτάξει. «Μην κλαις, σήμερα θα τη βγάλεις φθηνά. Αύριο που θα σε στείλουμε στη Σαλονίκη, εκεί θα καλοπεράσεις. Πως και πως περιμένουν στα Διαβατά κάτι γιουσουφάκια σαν και σένα».
Το κλάμα συνεχίζονταν αμείωτο. «Σκάσε ρε! Βούλωστο!» σχεδόν τον διέταξε ο Ιωαννίδης, φοβούμενος ίσως πως η κλούβα άρχιζε να μπάζει επικίνδυνα απόνερα συγκίνησης. Ο Agim έκλαιγε πιο δυνατά. O Αρσενίου γύρισε και κοίταξε τον Agim από το παραθυράκι της κλούβας. Ήταν δεν ήταν δεκαέξι χρονών. Αδύνατος, τα ρούχα του σχισμένα και βρώμικα.
Ένα ζευγάρι άσπρα αθλητικά παπούτσια στα πόδια του βρεγμένα και γεμάτα λάσπη. Μόνο το πρόσωπο του… Περίεργα αταίριαστη ψηφίδα, κρυμμένο μέσα στην καστανόξανθη βοστρυχωτή χαίτη του με τα πράσινα μάτια και τις σκόρπιες φακίδες στα κόκκινα μάγουλα, συλλάβιζε ανορθόγραφα υγεία και νιάτα σε αυτό το αναιμικό σαρκίο. Κάρα αρχαίου Κούρου ακροβολισμένη σε ένα ταλαίπωρο μάρμαρο βαλκάνιο σώμα.
Στο ράδιο χρυσόχαρτα οι νότες μπερδεύονταν με το κυανό χρώμα της σειρήνας του περιπολικού:
«Kam uri! Mberdhih!»(«Πεινάω! Κρυώνω!»)σκόρπιες λέξεις ανάμεσα στα αναφιλητά του.
Η ψυχή μας φτερουγίζει
πέρα στ' άγια τα βουνά…
Ο Agim συνέχισε το μοιρολόι του. «Oh, nëna imë! Κaterina… Baba…» (Ωχ, μάνα μου! Κατερίνα...Μπαμπά).. Γοερή αντίστιξη στη γαλήνη της χορωδίας. Ξάφνου ο Αρσενίου πάτησε απότομα το φρένο και σταμάτησε στη μέση του δρόμου. Χωρίς να πει κουβέντα βγήκε έξω και με μια γρήγορη κίνηση κλείδωσε τις μπροστινές πόρτες του αυτοκινήτου. Άνοιξε την διπλόπορτα της κλούβας. Ο νεαρός Αλβανός κουλουριασμένος στη δεξιά γωνία, συνέχιζε να κλαίει.
«Έβγα έξω ρε γαμημένε!» τσίριξε προς το φοβισμένο αγρίμι. «Σταμάτα να κλαψουρίζεις και έλα εδώ αμέσως! Τώρα είπα, μη σε σπάσω στο ξύλο, κωλοαλβανέ!». Μπήκε μέσα στην κλούβα και με μια γερή κλωτσιά τον πέταξε έξω. Ο Agim προσγειώθηκε απότομα στο φρέσκο χιόνι.
Ο Αρσενίου ξεντύθηκε το υπηρεσιακό του τζάκετ και με αργές – σχεδόν θεατρικές - κινήσεις ξήλωσε τα διακριτικά από τις επωμίδες. Έσκυψε έπειτα πάνω από τον νεαρό Αλβανό που έτρεμε από το κρύο. «Çtë bëra? Nuκ te vjën këq?» ( «Δεν με λυπάσαι; Τι σου 'κανα» ) εκλιπαρούσε αυτός, καθώς σέρνονταν στο χιόνι σαν σφαχτάρι μπροστά στον εκδορέα. Τα μάτια του παιδιού φωσφόριζαν μια αγωνία που θα ακινητούσε και το πιο πεινασμένο θηρίο.
«Γιώργο σταμάτα, τρελάθηκες;» χτύπησε λυσσασμένα το τζάμι ο Ιωαννίδης. «Θα κάνεις καμιά κουταμάρα χριστουγεννιάτικα». Πάτησε την κόρνα με δύναμη, μήπως και τον συνέφερνε. Ένα μανιασμένο μπιιιιιμπππ διέσχισε την ησυχία των βουνών. Σαστισμένος πήρε τον ασύρματο και κάλεσε το κέντρο στη Φλώρινα.
«Κέντρο λαμβάνεις; Ιωαννίδης από Κρυσταλοπηγή. Στείλτε γρήγορα ενισχύσεις! Είμαστε λίγα χιλιόμετρα μετά τον Σταθμό της Κρυσταλοπηγής, προς Καστοριά. Ο Αρσενίου έχει σαλτάρει, γυαλίζει το μάτι του. Δεν ξέρω μέχρι που μπορεί να φθάσει…».
Ο Agim σύρθηκε μέχρι τους προβολείς του αυτοκινήτου. Το φως τους εκτυφλωτικό τον παρέλυσε. Ο Αρσενίου στάθηκε όρθιος από πάνω και έριξε την σκιά του στο φοβισμένο του πρόσωπο. «Μην φοβάσαι ρε!» ξεστόμισε ανάμεσα από τα δόντια του. Τον σήκωσε όρθιο και τίναξε το χιόνι από τα βρώμικα ρούχα του. Έριξε το τζάκετ στους ώμους του και του έλυσε τις χειροπέδες. «Να γυρίσεις πίσω στο χωριό σου στην Αλβανία. Να πας στη μάνα σου. Μ’ ακούς; Γύρευε να σε ξαναπιάσω στην Ελλάδα! Θα σου βγάλω τ’ άντερα, κακομοίρη μου!»
Βούτηξε το χέρι του στην τσέπη του παντελονιού και έβγαλε τα δυο τσαλακωμένα χαρτονομίσματα και το σακουλάκι με τις σταφίδες. «Πάρε να ‘χεις κάτι και για το δρόμο» του τα έχωσε στην παγωμένη χούφτα του. Τακτοποίησε το τζάκετ επάνω του του έπλεε, έτσι αδύνατος που ήταν. Το κούμπωσε προσεχτικά και έπειτα του φόρεσε στα χέρια μαύρα μάλλινα γάντια. Έσκυψε και πήρε ένα χοντροκομμένο κλαδί οξιάς από την άκρη της δημοσιάς. Το ζύγισε και του φάνηκε τορνευμένο για την περίσταση. «Κράτα το μαζί σου, τριγυρνάν λύκοι με τέτοιον καιρό» του είπε, βάζοντας το στο χέρι του. «Βλέπεις εκεί;» σημάδεψε με τον φακό έναν μισογκρεμισμένο αχυρώνα στην πλαγιά του βουνού. «Εκεί να την βγάλεις μέχρι να ξημερώσει. Και μετά βουρ για Αλβανία! Μπήκες;»
Για λίγα δευτερόλεπτα κοιτάχτηκαν στα μάτια. Για μια μόνο στιγμή. Στιγμή απέραντη που ποτέ πριν δεν είχε υπάρξει και ποτέ μετά δεν θα υπήρχε ξανά. Ο Αgim τινάχτηκε απότομα, βουκεντρισμένος από αυτήν την απρόσμενη τύχη. Δραπέτης νόμιμος πλέον από τον ίδιο τον νόμο, τρέχοντας μέσα στην πυκνή χιονισμένη δεντροστοιχία, χάθηκε στο σκοτάδι.
Ο Αρσενίου γύρισε στην κλούβα. Ξεκλείδωσε και μπήκε στην θέση του οδηγού. Στο ράδιο η παιδική χορωδία τελείωνε τον ύμνο:
… και μ' ευλάβεια μεγάλη
'κει που Άγιο Φως προβάλλει
προσκυνήστε με χαρά.
Ναι, με μια χαρά
Έβγαλε το πακέτο του. Το τίναξε στον αντίχειρα και να σου δυο τσιγάρα. «Κάνε τσιγάρο…» πρότεινε στον αμίλητο συνοδηγό. Στο βάθος αχνόφεγγε πορφυρά ξέφτια στον ουρανό η ανατολή της νέας ημέρας. Ξημέρωνε Χριστούγεννα …
* To κείμενο είναι του καρδιολόγου Νικήτα Κακκαβά και δημοσιεύτηκε στο blog Σχολιαστής
*Το διήγημα του "Άγια Νύχτα", είναι μια διαφορετική Χριστουγεννιάτικη ιστορία, από την υπό έκδοσιν, εξαιρετική, συλλογή διηγημάτων "Το Ποτέ και το Τίποτα" (εκδόσεις Ιδιωτική Οδός).
το είδαμε εδώ
Δ. Νικορέτζος «Το παράπονο του Ιούδα»
- Μονό τα κρατικά πιάνει ρε γαμώτο; Πέταξε αγανακτισμένος το τηλεκοντρόλ της τηλεόρασης στο τραπέζι και σηκώθηκε. Σίγουρα θα είχε πάθει βλάβη ο αναμεταδότης στο Βίτσι με τέτοια κακοκαιρία.
Πήγε στην κουζίνα. Έβαλε λίγο ξαναζεσταμένο μεσημεριανό φαγητό και άνοιξε μια μπύρα. Γεύμα παραμονής Χριστουγέννων…
Έκανε να βάλει την πρώτη μπουκιά στο στόμα και ακούστηκε το τηλέφωνο στο σαλόνι. Είδε τον αριθμό· ήταν από την Υπηρεσία. Όλα ήταν, όπως ακριβώς τα είχε προβλέψει. Ο συνάδελφος Γεωργίου είχε πυρετό και πήρε αναρρωτική· είχε και χαρτί γιατρού, τον είχε εξετάσει κατ’ οίκον ο Ηλιάδης, ο παθολόγος της πόλης. Ως εκ τούτου έπρεπε να τον αντικαταστήσει στη νυχτερινή βάρδια στο Αστυνομικό Τμήμα της Κρυσταλλοπηγής αυτός.
«Συγνώμη ρε Αρσενίου. Δεν βρήκα άλλον στο τηλέφωνο τέτοια ώρα. Δεν σε υποχρεώνω, σαν χάρη στο ζητάω. Αν πάλι δεν θέλεις…» έκλεισε την συνομιλία ο αξιωματικός υπηρεσίας. Παραμονή Χριστουγέννων. Η ξαφνική «αρρώστια» του Γεωργίου ήταν ολοφάνερα πρόφαση, αντισυναδελφική δικαιολογία για να κάνει ρεβεγιόν με την οικογένεια του. Θα βοήθησε δίχως άλλο και η συγγένεια του με τον βουλευτή του νομού. Εξάλλου το είχε συνηθίσει: αυτός – εργένης στα 50 χρόνια του, είχε να μπει γυναίκα σπίτι του εδώ και πέντε χρόνια – ήταν πάντοτε η εύκολη λύση σε τέτοιες περιπτώσεις.
«Καταλαβαίνεις ρε Γιώργο;. Οι άλλοι έχουν μικρά παιδία, δεν είναι κρίμα να τους χαλάσω τις γιορτινές μέρες…» η μόνιμη εξήγηση του Διοικητή από τηλεφώνου. Το είχε πάρει πια απόφαση: ο μοναχός ο άνθρωπος δεν έχει θέση στο σκηνικό της γιορτής. Τούτη τη φορά δεν βαρυγκώμησε καθόλου. «Σάματις τι θα κάνω και στο σπίτι μόνος μου; Τουλάχιστον εκεί θα είναι ο Ιωαννίδης και θα πούμε καμιά κουβέντα» ξεγέλασε κάπως την αγανάκτηση του για το ψέμα του Γεωργίου.
Φόρεσε τη στολή και από πάνω το μπλε υπηρεσιακό τζάκετ. Έβαλε δυο-τρία χαρτονομίσματα και μια σακούλα σταφίδες στην τσέπη και ξεκίνησε για το Τμήμα. Ήταν τυχερός που ο Μήτκας δεν είχε κλείσει ακόμα το περίπτερο. «Μήτκα, πιάσε τρία πακέτα τσιγάρα και μια μικρή σοκολάτα» έσκυψε στο μικρό παραθυράκι.
«Για πού ρε Γιωργάκη βραδιάτικα με τέτοιο χιόνι; Πάλι εξτρά βάρδια; Να δω τι θα τα κάνεις τα λεφτά ρε μπαγάσα… Παιδιά, σκυλιά δεν έχεις. Μαζί σου θα τα πάρεις;» έδωσε τα τρία πακέτα ο Μήτκας. «Που να σου εξηγώ…» τον χαιρέτησε στα βιαστικά.
«Κοίτα ρε, μας πήρε στο ψιλό και ο γαμιόλης ο γερο-τσιφούτης!» σκέφτηκε, καθώς απομακρύνονταν. Ο Ιωαννίδης ξαφνιάστηκε, αλλά έδειξε να χάρηκε που τον είδε. «Καλώς τον Αρσενίου! Ευτυχώς έστειλαν εσένα, γιατί εκείνον τον σφιχτοκώλη τον Γεωργίου δεν τον αντέχω. Δεν βγάζει μιλιά».
Περίεργο τραίνο ο Ιωαννίδης. Είχε έξι παιδιά, μα κάθε χρόνο διάλεγε να είναι βάρδια την παραμονή των Χριστουγέννων. «Ζωή να ΄χουνε, μου έχουν πρήξει τα συκώτια» συνήθιζε να λέει για τα καμάρια του.
Γέμισαν ξύλα τη σόμπα, άνοιξαν δυο ράντζα, έκλεισαν το φως και έβαλαν την τηλεόραση. Το κρατικό κανάλι αναμετέδιδε το πρόγραμμα του Aphrodite Palace από την Αθήνα. Ένα μπαλέτο της συμφοράς αγλαΐζονταν στην πίστα. Κινούμενοι υπότιτλοι ενημέρωναν πως σε λίγη ώρα θα εμφανίζονταν στην πίστα ο Σάκης Μπέγος, πρόσφατη μεταγραφή στην αθηναϊκή νύχτα από κάποιο σκυλάδικο της Εθνικής.
Έξω είχε αρχίσει από ώρα να χιονίζει. Λευκή έρημη απεραντοσύνη τριγύρω στα βουνά. «Άσχημη νύχτα απόψε συνάδελφε. Γύρευε μόνο να μην μας τύχει κανένα τροχαίο…» έφτυσε στον κόρφο του ο Ιωαννίδης, καθώς άδειαζε στα πλαστικά ποτήρια ένα ξεχασμένο μπουκάλι ουίσκι. Δεν πρόλαβε να τελειώσει τα λόγια του και το υπηρεσιακό τηλέφωνο χτύπησε.
Τηλεφωνούσαν από τον Λευκώνα. Ένας οδηγός νταλίκας που είχε μόλις επιστρέψει στο χωριό από την Καστοριά. Είχε δει πέντε-έξι Αλβανούς να κατεβαίνουν από τα Κορέστεια προς την Κρυσταλλοπηγή. «Μου φάνηκαν για ύποπτες φάτσες. Πάνε για πλιάτσικο σε κανά διαμέρισμα στη Φλώρινα, τώρα που κάποιοι θα λείπουν ταξίδι».
- Εκεί είναι! Είναι εννιά τελικά…
Στη θέα του αστυνομικού οχήματος η συστάδα των λαθρομεταναστών διαλύθηκε. Το ένστικτο του παρανόμου γαλβανίστηκε και οι Αλβανοί σκόρπισαν αιφνιδίως και άτακτα δεξιά και αριστερά. Ο προβολέας της κλούβας μάταια αναζητούσε ανάμεσα στο χιονισμένο τοπίο κάποιο σημάδι τους.
«Μας ξέφυγαν. Γυρίζουμε;» πρότεινε ο Ιωαννίδης, που βιάζονταν να επιστρέψει στην ζέστη του Τμήματος. «Κοίτα!» είπε ο Αρσενίου. «Κάποιος έπεσε σ’ εκείνο το χαντάκι και δεν μπορεί να βγει. Πάμε!» Πλησίασαν με τα πιστόλια στο χέρι. Γυρόφεραν το χαντάκι. Ένα μικροκαμωμένο ξανθό αγόρι, μελανιασμένο από το κρύο, κοίταξε στα χαμένα προς τον φακό τους.
Πέταξαν ένα σκοινί προς τη μεριά του. Το παιδί το κράτησε με τις τελευταίες του δυνάμεις και το τράβηξαν έξω από την υγρή παγίδα του. «Ρε αυτό είναι πιτσιρίκι. Σίγουρα δεν έχει τελειώσει ούτε το Γυμνάσιο καλά-καλά…» σχολίασε ο Ιωαννίδης, κοιτώντας το θήραμα τους με κάποια απογοήτευση.
«Πως σε λένε ρε; Λέγε!». Τσιμουδιά. «Εmër?»(«Όνομα;») επιστράτευσε τα λίγα αλβανικά που έμαθε τόσο καιρό στην Υπηρεσία, χτυπώντας τον στο σβέρκο. «Agim» τραύλισε ο Αλβανός. «Αgim Gini» Τα υπόλοιπα έγιναν με συνοπτικές διαδικασίες. Του φόρεσαν χειροπέδες, ειδοποίησαν το Κέντρο για τη σύλληψη και τον έβαλαν στο πίσω μέρος της κλούβας. Ο καιρός αγρίευε, πύκνωνε το χιόνι και το βουνό κατέβαζε αέρα. Ένας για απόψε έφτανε. Αποφάσισαν να γυρίσουν πίσω το συντομότερο.
Η επιστροφή ήταν δύσκολη. Μόλις που προλάβαιναν να φτάσουν στο Τμήμα, προτού ξεκινήσει η χιονοθύελλα. «Βάλε τίποτα στο ραδιόφωνο να ακούσουμε. Ψάξε για κανά λαϊκό, μέρες που ‘ναι» έσπασε τη σιωπή του γυρισμού ο Αρσενίου.
Ο Ιωαννίδης γύρισε το κουμπί στα γρήγορα, μα δεν έπιανε καθόλου σήμα σε τούτη την ερημιά. «Μόνο Σκόπια και αλβανικά πιάνει. Να βάλω αυτό το δισκάκι; Το είχε η κυριακάτικη εφημερίδα. Είναι μια παιδική χορωδία και το κράτησα για τον μικρό μου» έβαλε το δίσκο στο ράδιο του αυτοκινήτου, χωρίς να περιμένει την απάντηση του Αρσενίου. «Από το τίποτα, καλύτερα αυτή η μαλακία» σαν να δικαιολογήθηκε.
Ξαφνικά μέσα στην ησυχία ακουστήκαν οι φωνούλες των παιδιών:
Άγια Νύχτα σε προσμένουν
με χαρά οι Χριστιανοί …
Μεμιάς η ησυχία έγινε σιωπή! Μονάχα οι παιδικές φωνές, ακέραιες, απρόσιτες λάμψεις στις κερκίδες της καρδιάς τους. Σήμαντρα να αντιλαλούν θαλπωρή στο σκοτάδι. Το αυτοκίνητο έσχιζε ανθεκτικό την πυκνή χιονόπτωση. Οι δυο άντρες κοιτούσαν στο νοητό εμβαδό που σχημάτιζαν ανάμεσα στις νιφάδες οι προβολείς του αυτοκινήτου μπροστά τους. Αχνιστός ατμός από το πλαστικό ποτήρι του καφέ θόλωνε για λίγο το παρμπρίζ.
Ακούστηκαν αναφιλητά από πίσω. Αναφιλητά που πλήθαιναν στιγμή με τη στιγμή, ώσπου το τραυλό δάκρυ του Agim έγινε κλάμα. «Τι έπαθες πουλάκι μου; Φοβάσαι;» κορόιδεψε ο Ιωαννίδης, χωρίς καν να τον κοιτάξει. «Μην κλαις, σήμερα θα τη βγάλεις φθηνά. Αύριο που θα σε στείλουμε στη Σαλονίκη, εκεί θα καλοπεράσεις. Πως και πως περιμένουν στα Διαβατά κάτι γιουσουφάκια σαν και σένα».
Το κλάμα συνεχίζονταν αμείωτο. «Σκάσε ρε! Βούλωστο!» σχεδόν τον διέταξε ο Ιωαννίδης, φοβούμενος ίσως πως η κλούβα άρχιζε να μπάζει επικίνδυνα απόνερα συγκίνησης. Ο Agim έκλαιγε πιο δυνατά. O Αρσενίου γύρισε και κοίταξε τον Agim από το παραθυράκι της κλούβας. Ήταν δεν ήταν δεκαέξι χρονών. Αδύνατος, τα ρούχα του σχισμένα και βρώμικα.
Ένα ζευγάρι άσπρα αθλητικά παπούτσια στα πόδια του βρεγμένα και γεμάτα λάσπη. Μόνο το πρόσωπο του… Περίεργα αταίριαστη ψηφίδα, κρυμμένο μέσα στην καστανόξανθη βοστρυχωτή χαίτη του με τα πράσινα μάτια και τις σκόρπιες φακίδες στα κόκκινα μάγουλα, συλλάβιζε ανορθόγραφα υγεία και νιάτα σε αυτό το αναιμικό σαρκίο. Κάρα αρχαίου Κούρου ακροβολισμένη σε ένα ταλαίπωρο μάρμαρο βαλκάνιο σώμα.
Στο ράδιο χρυσόχαρτα οι νότες μπερδεύονταν με το κυανό χρώμα της σειρήνας του περιπολικού:
«Kam uri! Mberdhih!»(«Πεινάω! Κρυώνω!»)σκόρπιες λέξεις ανάμεσα στα αναφιλητά του.
Η ψυχή μας φτερουγίζει
πέρα στ' άγια τα βουνά…
Ο Agim συνέχισε το μοιρολόι του. «Oh, nëna imë! Κaterina… Baba…» (Ωχ, μάνα μου! Κατερίνα...Μπαμπά).. Γοερή αντίστιξη στη γαλήνη της χορωδίας. Ξάφνου ο Αρσενίου πάτησε απότομα το φρένο και σταμάτησε στη μέση του δρόμου. Χωρίς να πει κουβέντα βγήκε έξω και με μια γρήγορη κίνηση κλείδωσε τις μπροστινές πόρτες του αυτοκινήτου. Άνοιξε την διπλόπορτα της κλούβας. Ο νεαρός Αλβανός κουλουριασμένος στη δεξιά γωνία, συνέχιζε να κλαίει.
«Έβγα έξω ρε γαμημένε!» τσίριξε προς το φοβισμένο αγρίμι. «Σταμάτα να κλαψουρίζεις και έλα εδώ αμέσως! Τώρα είπα, μη σε σπάσω στο ξύλο, κωλοαλβανέ!». Μπήκε μέσα στην κλούβα και με μια γερή κλωτσιά τον πέταξε έξω. Ο Agim προσγειώθηκε απότομα στο φρέσκο χιόνι.
Ο Αρσενίου ξεντύθηκε το υπηρεσιακό του τζάκετ και με αργές – σχεδόν θεατρικές - κινήσεις ξήλωσε τα διακριτικά από τις επωμίδες. Έσκυψε έπειτα πάνω από τον νεαρό Αλβανό που έτρεμε από το κρύο. «Çtë bëra? Nuκ te vjën këq?» ( «Δεν με λυπάσαι; Τι σου 'κανα» ) εκλιπαρούσε αυτός, καθώς σέρνονταν στο χιόνι σαν σφαχτάρι μπροστά στον εκδορέα. Τα μάτια του παιδιού φωσφόριζαν μια αγωνία που θα ακινητούσε και το πιο πεινασμένο θηρίο.
«Γιώργο σταμάτα, τρελάθηκες;» χτύπησε λυσσασμένα το τζάμι ο Ιωαννίδης. «Θα κάνεις καμιά κουταμάρα χριστουγεννιάτικα». Πάτησε την κόρνα με δύναμη, μήπως και τον συνέφερνε. Ένα μανιασμένο μπιιιιιμπππ διέσχισε την ησυχία των βουνών. Σαστισμένος πήρε τον ασύρματο και κάλεσε το κέντρο στη Φλώρινα.
«Κέντρο λαμβάνεις; Ιωαννίδης από Κρυσταλοπηγή. Στείλτε γρήγορα ενισχύσεις! Είμαστε λίγα χιλιόμετρα μετά τον Σταθμό της Κρυσταλοπηγής, προς Καστοριά. Ο Αρσενίου έχει σαλτάρει, γυαλίζει το μάτι του. Δεν ξέρω μέχρι που μπορεί να φθάσει…».
Ο Agim σύρθηκε μέχρι τους προβολείς του αυτοκινήτου. Το φως τους εκτυφλωτικό τον παρέλυσε. Ο Αρσενίου στάθηκε όρθιος από πάνω και έριξε την σκιά του στο φοβισμένο του πρόσωπο. «Μην φοβάσαι ρε!» ξεστόμισε ανάμεσα από τα δόντια του. Τον σήκωσε όρθιο και τίναξε το χιόνι από τα βρώμικα ρούχα του. Έριξε το τζάκετ στους ώμους του και του έλυσε τις χειροπέδες. «Να γυρίσεις πίσω στο χωριό σου στην Αλβανία. Να πας στη μάνα σου. Μ’ ακούς; Γύρευε να σε ξαναπιάσω στην Ελλάδα! Θα σου βγάλω τ’ άντερα, κακομοίρη μου!»
Βούτηξε το χέρι του στην τσέπη του παντελονιού και έβγαλε τα δυο τσαλακωμένα χαρτονομίσματα και το σακουλάκι με τις σταφίδες. «Πάρε να ‘χεις κάτι και για το δρόμο» του τα έχωσε στην παγωμένη χούφτα του. Τακτοποίησε το τζάκετ επάνω του του έπλεε, έτσι αδύνατος που ήταν. Το κούμπωσε προσεχτικά και έπειτα του φόρεσε στα χέρια μαύρα μάλλινα γάντια. Έσκυψε και πήρε ένα χοντροκομμένο κλαδί οξιάς από την άκρη της δημοσιάς. Το ζύγισε και του φάνηκε τορνευμένο για την περίσταση. «Κράτα το μαζί σου, τριγυρνάν λύκοι με τέτοιον καιρό» του είπε, βάζοντας το στο χέρι του. «Βλέπεις εκεί;» σημάδεψε με τον φακό έναν μισογκρεμισμένο αχυρώνα στην πλαγιά του βουνού. «Εκεί να την βγάλεις μέχρι να ξημερώσει. Και μετά βουρ για Αλβανία! Μπήκες;»
Για λίγα δευτερόλεπτα κοιτάχτηκαν στα μάτια. Για μια μόνο στιγμή. Στιγμή απέραντη που ποτέ πριν δεν είχε υπάρξει και ποτέ μετά δεν θα υπήρχε ξανά. Ο Αgim τινάχτηκε απότομα, βουκεντρισμένος από αυτήν την απρόσμενη τύχη. Δραπέτης νόμιμος πλέον από τον ίδιο τον νόμο, τρέχοντας μέσα στην πυκνή χιονισμένη δεντροστοιχία, χάθηκε στο σκοτάδι.
Ο Αρσενίου γύρισε στην κλούβα. Ξεκλείδωσε και μπήκε στην θέση του οδηγού. Στο ράδιο η παιδική χορωδία τελείωνε τον ύμνο:
… και μ' ευλάβεια μεγάλη
'κει που Άγιο Φως προβάλλει
προσκυνήστε με χαρά.
Ναι, με μια χαρά
Έβγαλε το πακέτο του. Το τίναξε στον αντίχειρα και να σου δυο τσιγάρα. «Κάνε τσιγάρο…» πρότεινε στον αμίλητο συνοδηγό. Στο βάθος αχνόφεγγε πορφυρά ξέφτια στον ουρανό η ανατολή της νέας ημέρας. Ξημέρωνε Χριστούγεννα …
* To κείμενο είναι του καρδιολόγου Νικήτα Κακκαβά και δημοσιεύτηκε στο blog Σχολιαστής
*Το διήγημα του "Άγια Νύχτα", είναι μια διαφορετική Χριστουγεννιάτικη ιστορία, από την υπό έκδοσιν, εξαιρετική, συλλογή διηγημάτων "Το Ποτέ και το Τίποτα" (εκδόσεις Ιδιωτική Οδός).
το είδαμε εδώ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.