Σε μια μακρινή χώρα που την έλεγαν Μιζεριστάν κατοικούσαν πολλά μικρά ανθρωπάκια με σκυμμένο κεφάλι και θλιμμένο πρόσωπο. Ο βασιλιάς τους που ζούσε με τη μονάκριβη κόρη του σ’ ένα τρανό παλάτι με μια απέραντη αυλή, παρέα με νάνους, μαριονέτες που τσακώνονταν συνέχεια για την καλύτερη θέση στο ράφι, κάτι παράξενα πλασματάκια με τεράστιες γλώσσες που έκαναν ακροβατικά για να διασκεδάζουν το βασιλιά τους και μια ξύλινη κούκλα με μια πελώρια μύτη.
Κάθε μέρα στο Μιζεριστάν ήταν τόσο ίδια με... την προηγούμενη που οι κάτοικοι της χώρας δεν ξεχώριζαν τη μέρα από τη νύχτα, το χειμώνα από το καλοκαίρι. Σκυμμένα κεφάλια και θλιμμένα πρόσωπα σε όλη τη χώρα, τσακωμοί και ακροβατικά στην απέραντη αυλή του βασιλιά ξανά και ξανά.
Ώσπου μια μέρα, ένα από τα πλασματάκια με τις τεράστιες γλώσσες, εκείνο που συνήθιζε να κάνει τα πιο περίτεχνα ακροβατικά για να διασκεδάσει το βασιλιά, με με μια αλλόκοτη κωλοτούμπα βρίσκεται μπροστά του και του λέει:
- Καλημέρα πολυχρονεμένε μου αφέντη!
- Καλημέρα Αιθελόντη, απαντά ο βασιλιάς.
- Άρχοντα μου, στην άλλη άκρη του βασιλείου σου, είπανε πως είδαν κάποιον από τους υπηκόους σου να χαμογελά και να σηκώνει ψηλά το κεφάλι του. Λένε μάλιστα πως αντίκρισε ακόμη τον ήλιο και τον ουρανό!
Όλη η αυλή σάστισε και ο βασιλιάς έβγαλε μια φωνή που ακούστηκε στα πέρατα της χώρας:
- Ψάξτε σε κάθε γωνιά της χώρας μου και βρείτε αυτόν που παράκουσε το λόγο μου! Όποιος τον βρει και τον οδηγήσει στο παλάτι μου θα πάρει το μισό βασίλειό μου!
Οι νάνοι, οι μαριονέτες, τα πλασματάκια με τις τεράστιες γλώσσες και η ξύλινη κούκλα με την πελώρια μύτη βάλθηκαν να τρέχουν πανικόβλητα για να ικανοποιήσουν την επιθυμία του βασιλιά τους. Σκορπίστηκαν και όργωσαν το Μιζεριστάν από άκρη σε άκρη, προσπαθώντας να βρουν αυτόν που παράκουσε την εντολή του βασιλιά και ατίμωσε τη χώρα.
Οι μαριονέτες περπατούσαν πολύ αργά, όχι μόνο γιατί τα χέρια και τα πόδια τους ήταν δεμένα με σχοινιά, αλλά και γιατί τσακώνονταν και πάλι μεταξύ τους για την καλύτερη διαδρομή όπως έκαναν προηγούμενα για την καλύτερη θέση στο ράφι.
Οι νάνοι, όσο κι αν προσπαθούσαν, δεν μπορούσαν να φτάσουν τα ψηλά δέντρα για να ψάξουν τα κλαδιά τους, ούτε να δουν αν κρυβόταν κανείς πίσω από τα πανύψηλα τείχη του Μιζεριστάν.
Τα πλασματάκια με την τεράστια γλώσσα λαχάνιασαν τόσο από το πολύ περπάτημα που η γλώσσα τους βγήκε ακόμη πιο έξω. Έγινε μάλιστα τόσο μεγάλη που με κόπο πια μπορούσαν να τη σηκώνουν.
Τότε η ξύλινη κούκλα με την πελώρια μύτη σκέφτηκε:
Κανείς από τους άλλους αυλικούς δεν κατάφερε να βρει τον υπήκοο που γελά και κοιτά τον ουρανό και τον ήλιο. Η μόνη ελπίδα του βασιλιά είμαι εγώ! Αλλά πώς θα τον αναγνωρίσω; Στο Μιζεριστάν δεν έχω δει ποτέ κανέναν που να μην έχει σκυμμένο κεφάλι και θλιμμένο πρόσωπο!
Μετά από λίγη ώρα το αποφάσισε: θα πήγαινε στο βασιλιά να του πει ότι τον βρήκε και τον τρύπησε με την πελώρια μύτη του και για να μην τον κουβαλάει από την άλλη άκρη του Μιζεριστάν τον άφησε εκεί, μπρούμυτα στο χώμα.
Η τιμωρία αυτή θα ικανοποιήσει το βασιλιά, σκέφτηκε και θα τον κάνει να μου δώσει αν όχι το μισό από το βασίλειό του, τουλάχιστον το ένα τέταρτο.
Έτσι, λοιπόν, χαρούμενη πήρε το δρόμο του γυρισμού και για να γίνει πιο εύκολα πιστευτή από το βασιλιά, γρατζούνισε τη μύτη της σε 12 σημεία.
Καθώς πλησίαζε στο παλάτι βλέπει ανάστατη την αυλή και το βασιλιά να κλαίει απαρηγόρητος σε μια γωνιά.
- Θρίαμβος, άρχοντά μου! Ο ανυπάκουος υπήκοός σου τιμωρήθηκε. Εγώ ο ίδιος με την πελώρια μύτη μου τον κατατρόπωσα και τον τιμώρησα όπως του έπρεπε! Μου αξίζουν συγχαρητήρια για το ηρωικό μου κατόρθωμα!
- Χάσου από τα μάτια μου, ψεύτρα! Είσαι η χειρότερη από όλους τους αυλικούς μου, άρχισε να φωνάζει ο βασιλιάς.
- Μα εγώ εκτέλεσα την εντολή σου κατά γράμμα, πολυχρονεμένε μου αφέντη! Και να η απόδειξη: η χτυπημένη σε 12 σημεία μύτη μου!
- Πάρτε την από μπροστά μου και κλείστε τη στη φυλακή! Η κούκλα αυτή λέει ψέματα. Ο ανυπάκουος υπήκοός μου σήκωσε τόσο ψηλά το κεφάλι του που αντίκρισε τη μονάκριβη θυγατέρα μου! Εκείνη που ποτέ της δεν είχε δει κανέναν να χαμογελά, τον ερωτεύτηκε αμέσως και τον ακολούθησε. Κανένας σας δεν έκανε το παραμικρό για να την εμποδίσει, γιατί όλοι σας νοιαστήκατε μόνο για το βασίλειό μου που εκείνη χωρίς δεύτερη σκέψη εγκατέλειψε!
- Κι εγώ ο ίδιος το αρνούμαι εδώ και τώρα, φώναξε ο βασιλιάς, φτάνει να ξαναδώ τη μονάκριβη θυγατέρα μου!
Οι δυο νέοι που άκουσαν τη σπαρακτική φωνή του συγκινήθηκαν και έτρεξαν κοντά του, του χαμογέλασαν και τον αγκάλιασαν.
Καμιά μέρα πια στη χώρα αυτή δεν ήταν ίδια με τις προηγούμενες και όλα τα ανθρωπάκια χαμογελούσαν πια ελεύθερα και κοιτούσαν ψηλά.
γράφει η Μαρία Ψαρρού
Κάθε μέρα στο Μιζεριστάν ήταν τόσο ίδια με... την προηγούμενη που οι κάτοικοι της χώρας δεν ξεχώριζαν τη μέρα από τη νύχτα, το χειμώνα από το καλοκαίρι. Σκυμμένα κεφάλια και θλιμμένα πρόσωπα σε όλη τη χώρα, τσακωμοί και ακροβατικά στην απέραντη αυλή του βασιλιά ξανά και ξανά.
Ώσπου μια μέρα, ένα από τα πλασματάκια με τις τεράστιες γλώσσες, εκείνο που συνήθιζε να κάνει τα πιο περίτεχνα ακροβατικά για να διασκεδάσει το βασιλιά, με με μια αλλόκοτη κωλοτούμπα βρίσκεται μπροστά του και του λέει:
- Καλημέρα πολυχρονεμένε μου αφέντη!
- Καλημέρα Αιθελόντη, απαντά ο βασιλιάς.
- Άρχοντα μου, στην άλλη άκρη του βασιλείου σου, είπανε πως είδαν κάποιον από τους υπηκόους σου να χαμογελά και να σηκώνει ψηλά το κεφάλι του. Λένε μάλιστα πως αντίκρισε ακόμη τον ήλιο και τον ουρανό!
Όλη η αυλή σάστισε και ο βασιλιάς έβγαλε μια φωνή που ακούστηκε στα πέρατα της χώρας:
- Ψάξτε σε κάθε γωνιά της χώρας μου και βρείτε αυτόν που παράκουσε το λόγο μου! Όποιος τον βρει και τον οδηγήσει στο παλάτι μου θα πάρει το μισό βασίλειό μου!
Οι νάνοι, οι μαριονέτες, τα πλασματάκια με τις τεράστιες γλώσσες και η ξύλινη κούκλα με την πελώρια μύτη βάλθηκαν να τρέχουν πανικόβλητα για να ικανοποιήσουν την επιθυμία του βασιλιά τους. Σκορπίστηκαν και όργωσαν το Μιζεριστάν από άκρη σε άκρη, προσπαθώντας να βρουν αυτόν που παράκουσε την εντολή του βασιλιά και ατίμωσε τη χώρα.
Οι μαριονέτες περπατούσαν πολύ αργά, όχι μόνο γιατί τα χέρια και τα πόδια τους ήταν δεμένα με σχοινιά, αλλά και γιατί τσακώνονταν και πάλι μεταξύ τους για την καλύτερη διαδρομή όπως έκαναν προηγούμενα για την καλύτερη θέση στο ράφι.
Οι νάνοι, όσο κι αν προσπαθούσαν, δεν μπορούσαν να φτάσουν τα ψηλά δέντρα για να ψάξουν τα κλαδιά τους, ούτε να δουν αν κρυβόταν κανείς πίσω από τα πανύψηλα τείχη του Μιζεριστάν.
Τα πλασματάκια με την τεράστια γλώσσα λαχάνιασαν τόσο από το πολύ περπάτημα που η γλώσσα τους βγήκε ακόμη πιο έξω. Έγινε μάλιστα τόσο μεγάλη που με κόπο πια μπορούσαν να τη σηκώνουν.
Τότε η ξύλινη κούκλα με την πελώρια μύτη σκέφτηκε:
Κανείς από τους άλλους αυλικούς δεν κατάφερε να βρει τον υπήκοο που γελά και κοιτά τον ουρανό και τον ήλιο. Η μόνη ελπίδα του βασιλιά είμαι εγώ! Αλλά πώς θα τον αναγνωρίσω; Στο Μιζεριστάν δεν έχω δει ποτέ κανέναν που να μην έχει σκυμμένο κεφάλι και θλιμμένο πρόσωπο!
Μετά από λίγη ώρα το αποφάσισε: θα πήγαινε στο βασιλιά να του πει ότι τον βρήκε και τον τρύπησε με την πελώρια μύτη του και για να μην τον κουβαλάει από την άλλη άκρη του Μιζεριστάν τον άφησε εκεί, μπρούμυτα στο χώμα.
Η τιμωρία αυτή θα ικανοποιήσει το βασιλιά, σκέφτηκε και θα τον κάνει να μου δώσει αν όχι το μισό από το βασίλειό του, τουλάχιστον το ένα τέταρτο.
Έτσι, λοιπόν, χαρούμενη πήρε το δρόμο του γυρισμού και για να γίνει πιο εύκολα πιστευτή από το βασιλιά, γρατζούνισε τη μύτη της σε 12 σημεία.
Καθώς πλησίαζε στο παλάτι βλέπει ανάστατη την αυλή και το βασιλιά να κλαίει απαρηγόρητος σε μια γωνιά.
- Θρίαμβος, άρχοντά μου! Ο ανυπάκουος υπήκοός σου τιμωρήθηκε. Εγώ ο ίδιος με την πελώρια μύτη μου τον κατατρόπωσα και τον τιμώρησα όπως του έπρεπε! Μου αξίζουν συγχαρητήρια για το ηρωικό μου κατόρθωμα!
- Χάσου από τα μάτια μου, ψεύτρα! Είσαι η χειρότερη από όλους τους αυλικούς μου, άρχισε να φωνάζει ο βασιλιάς.
- Μα εγώ εκτέλεσα την εντολή σου κατά γράμμα, πολυχρονεμένε μου αφέντη! Και να η απόδειξη: η χτυπημένη σε 12 σημεία μύτη μου!
- Πάρτε την από μπροστά μου και κλείστε τη στη φυλακή! Η κούκλα αυτή λέει ψέματα. Ο ανυπάκουος υπήκοός μου σήκωσε τόσο ψηλά το κεφάλι του που αντίκρισε τη μονάκριβη θυγατέρα μου! Εκείνη που ποτέ της δεν είχε δει κανέναν να χαμογελά, τον ερωτεύτηκε αμέσως και τον ακολούθησε. Κανένας σας δεν έκανε το παραμικρό για να την εμποδίσει, γιατί όλοι σας νοιαστήκατε μόνο για το βασίλειό μου που εκείνη χωρίς δεύτερη σκέψη εγκατέλειψε!
- Κι εγώ ο ίδιος το αρνούμαι εδώ και τώρα, φώναξε ο βασιλιάς, φτάνει να ξαναδώ τη μονάκριβη θυγατέρα μου!
Οι δυο νέοι που άκουσαν τη σπαρακτική φωνή του συγκινήθηκαν και έτρεξαν κοντά του, του χαμογέλασαν και τον αγκάλιασαν.
Καμιά μέρα πια στη χώρα αυτή δεν ήταν ίδια με τις προηγούμενες και όλα τα ανθρωπάκια χαμογελούσαν πια ελεύθερα και κοιτούσαν ψηλά.
γράφει η Μαρία Ψαρρού
apneagr.blogspot
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.